Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ

Η υπερηφάνεια είναι η μεγαλύτερη πνευματική αρρώστια. Σαν την βδέλλα που, αν κολλήσει επάνω σου, σου ρουφάει το αίμα, έτσι και η υπερηφάνεια ρουφάει όλο το εσωτερικό του ανθρώπου. Φέρνει και πνευματική ασφυξία, γιατί καταναλώνει όλο το πνευματικό οξυγόνο της ψυχής. Κοίταξε να πετάξεις τον εαυτό σου, γιατί αν δεν πετάξεις τον εαυτό σου, θα σε πετάξει ο εαυτός σου. Αν πετάξεις τον εαυτό σου, μετά θα πετάς. Τι τον κρατάς τον εαυτό σου για τον εαυτό σου; Το κομμάτι της αγάπης που κρατάς για τον εαυτό σου, το αφαιρείς από την ολοκληρωτική αγάπη που πρέπει να έχεις για τους άλλους.

Αν γνωρίσεις τον εαυτό σου, θα δεις ότι δεν έχεις τίποτα δικό σου και τίποτε δεν μπορείς να κάνεις χωρίς τη βοήθεια του Θεού. Αν λοιπόν καταλάβεις πως ότι καλό κάνεις είναι από τον Θεό και όσες χαζομάρες κάνεις είναι δικές σου, τότε θα πάψεις να έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και θα απαλλαγείς από την αυτοπεποίθηση.

Λίγο αν μας εγκαταλείψει η Χάρις του Θεού, τίποτε δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε. Είναι απλά τα πράγματα. Έχει, ας υποθέσουμε, κάποιος μερικές ικανότητες και υπερηφανεύεται γι’ αυτές. Πρέπει να σκεφθεί: Που τις βρήκε; Του τις έδωσε ο Θεός. Αυτός τι έκανε; Τίποτε. Δίνει λ.χ. ο Θεός σε κάποιον λίγο παραπάνω μυαλό και μπορεί να έχει μια μεγάλη επιχείρηση και να ζει άνετα. Να υπερηφανευτεί ότι τα καταφέρνει; Λίγο να τον εγκαταλείψει ο Θεός, μπορεί να χρεοκοπήσει και να πάει φυλακή.

Όταν κάποιος κάνει κάτι ταπεινά και με αγάπη και δεν βρει αναγνώριση, μπορεί να του έρθει και ένα παράπονο. Αυτό είναι ανθρώπινο -όχι φυσικά ότι και αυτό είναι σωστό, αλλά τότε έχει κανείς κάποια ελαφρυντικά. Όταν όμως απαιτεί την αναγνώριση, αυτό είναι βαρύ∙ έχει μέσα εγωισμό και ανθρωπαρέσκεια. Όσο μπορείς, να κινείσαι ταπεινά. Ότι κάνεις να το κάνεις με φιλότιμο, για τον Χριστό και όχι από κενοδοξία για να ακούσεις το «μπράβο» από τους ανθρώπους. Όταν ο άνθρωπος δε δέχεται τα «μπράβο» από τους ανθρώπους και εργάζεται μόνο για τον Θεό, τότε ανταμείβεται από τον Θεό και σ’ αυτήν τη ζωή με την άφθονη Χάρη Του και στην άλλη με τα αγαθά του Παραδείσου.

Σε κάθε σου ενέργεια, ακόμη και στην παραμικρή σου κίνηση, κέντρο να είναι ο Θεός. Στρέψε όλο τον εαυτό σου προς τον Θεό. Αν αγαπήσεις τον Θεό, ο νους σου θα είναι συνέχεια στο πως να ευχαριστήσεις τον Θεό, και όχι στο πως να αρέσεις στους ανθρώπους.

Δυστυχώς, πολλές φορές οι πνευματικοί άνθρωποι θέλουν την αρετή, αλλά θέλουν και κάτι που να τρέφει την υπερηφάνεια τους, δηλαδή αναγνώριση, πρωτεία κ.τ.λ., κι έτσι μένουν με ένα κενό στην ψυχή τους, το κενό της κενοδοξίας∙ δεν υπάρχει το πλήρωμα, το φτερούγισμα της καρδιάς. Και όσο μεγαλώνει η κενοδοξία τους, τόσο μεγαλώνει και το κενό μέσα τους και τόσο περισσότερο υποφέρουν.

Μόνο με τα αντίθετα των κοσμικών επιδιώξεων θα μπορέσεις να κινηθείς στον πνευματικό χώρο. Στοργή θέλεις; Να χαίρεσαι, όταν δε σου δίνουν σημασία. Ζητάς θρόνο; Κάθισε τον εαυτό σου στο σκαμνί. Ζητάς επαίνους; Αγάπησε την περιφρόνηση, για να νιώσεις την αγάπη του Περιφρονημένου Ιησού. Ζητάς δόξα; Ζήτα την αδοξία, για να νιώσεις την δόξα του Θεού. Και όταν νιώσεις την δόξα του Θεού, θα νιώθεις τον εαυτό σου ευτυχισμένο και θα έχεις μέσα σου την μεγαλύτερη χαρά απ’ όλες τις χαρές του κόσμου.

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Πάθη και Αρετές», του γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου

Πηγή: Χριστιανική Φοιτητική Δράση

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Η Αγια Ακυλίνα η Ζαγκλιβερινή
Η εορτή της τιμάται στις 27 Σεπτεμβρίου


Η ξεχωριστή αυτή νεαρή κοπέλα καί παρθενομάρτυρας του Χρίστου Ακυλίνα γεννήθηκε, έζησε και μαρτύ­ρησε στην επαρχία Ζαγκλιβερίου Θεσσαλονίκης στο β' μισό του 18ου αιώνα.

Το όνομα της από το λατινικό «Αquilla» που σημαίνει αετός , ταυτίζεται με το μεγαλείο της υψιπετούς ψυχής της , μιας ψυχής που από πολύ νωρίς αναζητούσε ψηλά στον ουρανό το αθλοθέτη Ιησου Χριστό , στα νάματα της Ορθοδοξίας.

Την περίοδο εκείνη οι διωγμοί εναντίον των χρι­στιανών ήταν φοβεροί και ανελέητοι. Το μόνο που σφό­δρα επιζητούσαν και επεδίωκαν οι Τούρκοι με κάθε αφορμή και σε κάθε περίσταση ήταν να αλλαξοπιστήσουν οι χριστιανοί. Ο θρησκευτικός φανατισμός , που επικρα­τούσε τότε και σημάδευε κάθε σκέψη και ενέργεια των Τούρκων, είναι η αιτία των διαφόρων ακροτητών που λάμβαναν χώρα.

Κατά τα δύσκολα λοιπόν εκείνα χρόνια ζούσε στο Ζαγκλιβέρι η οικογένεια της Αγίας Ακυλίνας, οικογέ­νεια ευσεβών χριστιανών που επιβίωνε ανάμεσα στους Τούρκους χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Το σπίτι όπου έζησε και μαρτύρησε η Αγία σώζεται μέχρι σήμερα και βρίσκεται στην είσοδο της κωμοπόλεως του Ζαγκλιβερίου. Πιθανότερη χρονολογία γέννησης της Αγίας είναι το έτος 1746 μ.Χ. Αν και δια μέσου της ιστορίας το όνομα της Αγιοτόκου μητέρας της δε σώθηκε, είναι γνωστός και αξιέπαινος ο αγώνας της να αναθρέψει το παιδί της «με παιδεία και νουθεσία Κυρίου». Μάνα πραγματικά υποδειγματική, που μαζί με το μητρικό γάλα ανέθρεψε το τέκνο της και με τα νάματα της Ορθόδοξης Πίστης. Είναι άλλωστε γνωστό στην παράδοση της Εκκλησίας μας Αγίες μητέρες να κατευθύνουν τα παιδιά τους με θέρμη και ζήλο προς την αγάπη του Χριστού. Ετσι, λοι­πόν, δικαιολογείται και η ευσεβής και άδολη καθοδήγη­ση της Αγίας από τη μητέρα της, μολονότι ο ίδιος ο πα­τέρας της επέδειξε δειλία και λιποψυχία μπροστά στην θανατική καταδίκη που του επέβαλαν οι Τούρκοι. Έτσι , αποτελεί ολοζώντανο θαύμα η διδασκαλία και η μύηση στην χριστιανική παράδοση της μικρής Ακυλίνης από την ευλογημένη εκείνη μάνα.

Εξετάζοντας κανείς την ιστορική πορεία της οικογέ­νειας της Αγίας , μπορεί εύκολα να διαπιστώσει την αυτοθυσία και το ψυχικό σθένος της μητέρας της σε αντί­θεση με την ολιγοπιστία και την ατολμία του πατέρα της που , όταν κάποια στιγμή ζούσε με την σύζυγο του ήσυχα στο Ζαγλιβέρι, μια φιλονικία με τον τούρκο γείτονα του δεν άργησε να τον οδηγήσει στο έγκλημα. Η μητέρα ζούσε στην ψυχή της το φόβο και την απόγνωση μετά από το γεγονός αυτό. Ο σύζυγος της για να γλιτώσει την θα­νατική ποινή , κυριαρχούμενος από φόβο και τρόμο , αλλά κυρίως από την αγάπη του για την επίγεια ζωή , αλλαξοπίστησε. Σκληρή η τουρκική νομοθεσία: όποιος σκότωνε Τούρκο , το αίμα του το ξέπλενε η θανατική ποινή ή η άρνηση της χριστιανικής πίστης του. Ντροπή και όνειδος για την οικογένεια και για όλη την υπόλοιπη μικρή κοι­νωνία ο εξωμότης σύζυγος. Οι Τούρκοι υπερήφανοι για το γεγονός επιδεικνύουν τον λιπόψυχο πατέρα ως λάφυ­ρο. Η μητέρα της Αγίας μετά από το δραματικό αυτό γεγονός επικεντρώνει όλη της την προσοχή και φροντίδα στην μονάκριβη κόρη της Ακυλίνα , λες και διαισθανόταν ό,τι θα ακολουθούσε. Παρακαλεί καθημερινά τον Θεό να φωτίζει την κόρη της , ώστε να παραμείνει βράχος ακλό­νητος στην πίστη της και να μην ακολουθήσει το παρά­δειγμα του πατέρα της. Συγχρόνως , οι Τούρκοι πίεζαν συνεχώς τον εξωμότη πατέρα να οδηγήσει την γυναίκα και την κόρη του στον Ισλαμισμό κι αυτός πάντοτε μετά από κάθε τέτοιο κέλευσμα αποκρινόταν: «μη σας μέλη δια την θυγατέρα μου. Αυτή είναι εις το εδικόν μου χέρι, και ότε θελήσω την τουρκίζω». Αφού η Άκυλίνα συμ­πλήρωσε την ηλικία των δεκαοκτώ ετων , οι Τούρκοι για άλλη μια φορά ζήτησαν από τον πατέρα της να εκπληρώ­σει την υπόσχεση που τους είχε δώσει , να πείσει δηλαδή την κόρη του να αλλαξοπιστήσει. Πανικός και τρόμος κυ­ρίευε την ευλογημένη μάνα αναλογιζόμενη τι θα απαντή­σει η κόρη της στις αλλεπάλληλες πιέσεις τόσο του πατέ­ρα της , όσο και των Τούρκων. Ο πατέρας της , βέβαια , παρά τις προσπάθειες του να αλλάξει την πίστη της θυγα­τέρας του , διαπίστωνε όλο και περισσότερο το αμετάκλη­το και ακλόνητο φρόνημα αυτής. Από τη μεριά της η Aκυλίνα αποκρινόταν: «μήπως είμαι εγώ oλιγόπιστος ωσάν καi εσένα , να αρνηθώ τoν ποιητήν και πλάστην μου, τoν Κύριον Iησούν Χριστόν, o oποίος υπέμεινε για εμάς σταυρό και θάνατο; είμαι έτοιμη να υπομείνω κάθε βάσανο , ακόμη και θάνατο για την αγάπη του Χριστού μου». Πηγαίνει, λοιπόν, ο πατέρας της στους Τούρκους και τους λέει : Κάνετε ότι θέλετε, εγώ προσπάθησα, τώρα αναλάβετε εσείς». Η Ακυλίνα πρέπει να αλλαζοπιστησει, να γίνει μωαμεθανή, ήταν η απάντηση τους.

Οι Τούρκοι στο άκουσμα των λόγων αυτών ταράχτηκαν και αμέσως έστειλαν ανθρώπους από το ιεροδικείο να συλλάβουν την Ακυλίνα, προκειμένου να την ανακρίνουν. Η μητέρα της δοξάζει τον Πανάγαθο Θεό και προσεύχεται για να αντέξει η τρυφερή ψυχή της κόρης της στην δύσκολη αυτή δοκιμασία. Την προτρέπει να παραμείνει ακλόνητη στην πίστη της και να επιδείξει ανδρεία λέγοντας την: «...τώρα, αξιαγάπητο παιδί μου , έφθασε η στιγμή για την οποία καθημερινά σε προετοίμαζα" στάσου ανδρεία απέναντι στα μαρτύρια που θα υποστείς και μην αρνηθείς τον Χριστό. Η Αγία με δακρυα στα μάτια της αποκρίθηκε: μη φοβάσαι , μητέρα μου , κι εγώ τον ίδιο σκοπό έχω , κι ο Θεός να είναι βοηθός μου και προσευχήσου για μένα». Ετσι , με τα λόγια αυτά αποχαιρετιστήκανε με θρήνους και δάκρυα. Οι Τούρκοι ήρθαν και την συνέλαβαν. Το μίσος και ο φανατισμός είχαν από καιρό ριζώσει μέσα τους. Καθώς την οδηγούσαν στο ιεροδικείο , η φιλόστοργη μάνα ακολουθούσε ξωπίσω λέγοντας: «μην αρνηθείς το στεφανοθέτη Χριστό , πρόσεχε παιδί μου κα μη δειλιάσεις . Γέμισε θάρρος και αποφασιστικότητα η Ακυλίνα και η ψυχή της όλο και δυνάμωνε. Φθάνοντας στο ιεροδικείο προσεύχεται με θερμά δάκρυα για βοήθεια , καθώς προχωρούσε στο ματωμένο πλέον στάδιο του μαρτυρίου της. Οι υπηρέτες , αφού έδεσαν την μάρτυρα , την οδήγησαν στο δικαστήριο. Ακολουθούσε συνεχώς η μητέρα της , αλλά την εμπόδισαν να εισέλθει στο προαύλιο. Οδήγησαν την Ακυλίνα μπροστά στον δικαστή , ο οποίος της βροντοφώναξε: «αλλάζεις την πίστη σου , άτιμη;». Η Αγία με γενναιότητα και παρρησία του απαντά: « Οχι , δεν θ'αρνηθώ την πίστη μου και τον Δεσπότη μου Χριστό! Χριστιανή γεννήθηκα , Χριστιανή θ' αποθάνω». Οι Τούρκοι στο άκουσμα των λόγων της Ακυλίνας σάστισαν. Λύσσα τους έπιασε και οργισμένοι όρμησαν κατά πάνω της. Ο πασάς ακούγοντας την ομολογία της Αγίας διατάζει να την ξεγυμνώσουν. Την δένουν σ´ένα στύλο και την χτυπούν με ραβδιά για ώρα πολλή, όμως η μάρτυρας υπομένει με ανδρεία τα μαρτύρια. Βλέποντας οι Τούρκοι την γενναιότητα της νεαρής κοπέλας και την άρνηση της για μεταμέλεια, άρχισαν τις δελεαστικές προτάσεις με σκοπό ν' αρνηθεί την πίστη της. Την πλησίασαν, σκέπασαν το γυμνό κορμί τους και με κολακείες και δώρα , που τις υπόσχονταν, προσπαθούσαν να την κάνουν ν' αλλαζοπιστησει. Η ανυπέρβλητη όμως αγάπη της Ακυλίνας για τον Χριστό την γέμιζε τόσο , που όλα τα περιφρονούσε και δεν έδινε σημασία σε οποιαδήποτε δελεαστική πρόταση η κολακεία. Τότε ένας επιφανής και πλούσιος Τούρκος της πρότεινε να τουρκέψει και να την πάρει νύφη στο υιό του. Η Ακυλίνα με απαρασάλευτη τόλμη αρνήθηκε για ακόμη μία φορά ν' αλλαζοπιστήσει. Ηταν επόμενο μετά από αυτή την σθεναρή άρνηση της ν' αρχίσει ένας νέος κύκλος βασανιστηρίων. Αρχισαν και πάλι να την χτυπούν ανελέητα. Οι ραβδισμοί ξέσκιζαν τα ρούχα της και η Ακυλίνα γυμνή πια υπέμενε τα φρικτά βασανιστήρια. Ετσι, ο Τούρκος δικαστής βρήκε την ευκαιρία να την προκαλέσει: «Δεν ντρέπεσαι, μωρή , να δέρνεσαι γυμνή μπροστά σε τόσους ανθρώπους; Η τούρ­κεψε η θα συντρίψω τα κόκκαλα σου ένα προς ένα». Η Ακυλίνα δεν δίστασε να απαντήσει αμέσως στο δικαστή: «Και τι ορέχτηκα από την πίστη σας να αρνηθώ εγώ τον Χριστόν μου και από ποια θαύματα της πίστεως σας να πιστέψω , εσείς που βρωμάτε ακόμα και ζωντανοί;»

Οι Τούρκοι άκουσαν τα ανδρεία αυτά λόγια της Ακυλίνας και ο θυμός τους άναψε ακόμα περισσότερο. Αρχισαν να ραβδίζουν την μάρτυρα για τρίτη φορά. Αυτή ήταν όμως και η τελευταία , γιατί τα χτυπήματα ήταν τόσο σκληρά καί αλύπητα που την άφησαν σχεδόν πεθαμένη. Το πρόσωπο της γέμισε αίματα , κοκκίνισε η πάλλευκη σάρκα της και όσο η ένταση των ραβδισμών αυξανόταν, τόσο πιο αφόρητοι γίνονταν οι πόνοι , ενώ δάκρυα και αίμα γίνονταν ένα. Το αίμα που έτρεχε από τις πληγές της έφθανε κάτω στη γη και την έβαφε κόκκινη , ενώ η σάρκα της κομματιαζόταν από τα ανελέητα χτυπήματα. Οι Τούρκοι αντιλήφθηκαν πως το τέλος της Ακυλίνας έφθα­νε. Την λύνουν από το στύλο , την φορτώνουν σ' έναν χριστιανό που ήταν παρών και την μεταφέρουν στο σπίτι της μητέρας της , το οποίο σώζεται μέχρι τις μέρες μας στην κωμόπολη του Ζαγκλιβερίου. Η δύστυχη μητέρα αντικρύζοντας την μονάκριβη κό­ρη της σ' αυτήν την φρικτή κατάσταση, αγκαλιάζει με λαχτάρα το ματωμένο σώμα της και με την σκέψη μή­πως δείλιασε την ρωτά με δάκρυα στα μάτια: « Τι έκαμες , τέκνον μου; Αρνήθηκες μήπως την πίστη σου στον Χριστό; » Και η Ακυλίνα μόλις και μετά βίας ικανή να αρθρώσει κάποιες λέξεις , της αποκρίνεται: « Τι άλλο μητέρα μου από αυτό που μου παρήγγειλες και συμφωνήσαμε; Φύλαξα την ομολογία της πίστεως μου». Η πονεμένη και περήφανη μάνα σήκωσε με ευλάβεια τα χέρια της προς τον ουρανό και δόξασε το Θεό. Η Άκυλίνα , με τα λόγια αυτά παρέδωσε το πνεύμα της στον στεφανοθέτη Χριστό και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου. Την ίδια από το άγιο λείψανο της ξεχύθηκε μία άνέκφραστη ουράνια ευωδία, τόσο δυνατή , που για πολλές μέρες πλημμύριζε τους δρόμους της περιοχής.

Ηταν 27 Σεπτεμβρίου 1764.

Διακόσια σαράντα έξι χρόνια πέρασαν από εκείνη την αγία νύχτα και ακόμη κανείς δεν γνωρίζει που εναπόθεσαν οι συντοπίτες της το τίμιο λείψανο της. Λέγεται πως οι Τούρκοι θέλησαν ακόμη και νεκρή να την κάνουν δική τους , γι' αυτό και διέταξαν να την θάψουν στο τούρκικο νεκροταφείο που ήταν κοντά στο τζαμί για να ικανοποιήσουν έτσι τον άσβεστο εγωισμό τους. Έτσι κι έγινε. Το θεόσταλτο όμως φώς , που σαν άστρο κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε πάνω από τον τάφο της , ήταν το σημείο που υποχρέωσε τους χριστιανούς συμπατριώτες της να κλέψουν το σώμα της και να το ενταφιάσουν κάπου όπου θα ήταν ασφαλές. Κατά την παράδοση , τα ονόματα των τολμηρών αυτών ανθρώπων ήταν Τσόπλας , Καλημέρης και Μπούκλας , οι οποίοι λέγεται πως έκαναν όρκο να μην μαρτυρήσουν ποτέ σε κανέναν το μυστικό , γιατί θα υπήρχε ο φόβος να βρεθεί το άγιο λείψανο της στα χέρια των Τούρκων. Χριστιανοί πολλοί έχουν φύγει έκτοτε από τη ζωή με τον καημό να προσκυνήσουν τα ιερά λείψανα της. Σήμερα έχει χτιστεί προς τιμήν της περικαλλής και μεγαλοπρε­πής Ιερός Ναός ο οποίος , όμως , παραμένει ελλιπής χω­ρίς την ευλογία των αγίων της λειψάνων. Η προσευχή κάθε χριστιανού , κατά τους λόγους του Κυρίου: «Αιτείτε , και δοθήσεται υμίν , ζητείτε και ευρήσετε , κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Ματθαίος, Ζ, 7) καθίσταται απαραί­τητη , ώστε όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου , να φανε­ρωθεί το σεπτό και χαριτόβρυτο λείψανο της Αγίας προς βοήθειαν , ενίσχυση και ευλογίαν κάθε πιστής ψυχής. Η ακράδαντη πίστη της Ακυλίνας , η αξιοθαύμαστη εμμονή της στην αγάπη προς το Χριστό , η γενναία στάση της στις απειλές των διωκτών της και η υπεράνθρωπη αντιμετώπιση των βασανιστηρίων που υπέστει την εμφα­νίζουν ως ένα πρόσωπο με υπέροχες αρετές και ανυπέρ­βλητες ψυχικές δυνάμεις , καύχημα και εγκαλλώπισμα της εκκλησίας μας. Κοντά στην Αγία Ακυλίνα , δεν θα πρέπει κανείς να πα­ραλείψει να υπογραμμίσει το μεγαλείο της ψυχής της μη­τέρας της , όχι μόνον διότι δίδασκε στην κόρη της από τη νηπιακή ακόμη ηλικία την αγάπη για το Χριστό και την εμμονή στην πίστη με κάθε θυσία , αλλά και γιατί σ' αυτό το διάστημα του μαρτυρίου της Αγίας ζούσε και η ίδια το δικό της μαρτύριο βλέποντας το σπλάχνο της να παραδί­δει την ψυχή της στο Χριστό , για τον οποίο μέσα από φρικτές δοκιμασίες θυσιάστηκε.

Υπερήφανοι για την χάρη της οι χριστιανοί του Ζαγκλιβερίου , γιορτάζουν με ευλάβεια και συγκίνηση κάθε χρόνο στις 27 Σεπτεμβρίου την ημέρα του μαρτυρίου της, έχοντας χαραγμένα για πάντα στην ψυχή τους τα λόγια του Νικόδημου του Αγιορείτου:«Την φύσιν ούσα θήλυ η Ακυλίνα , Ανήρ εδείχθη γεννάδας προς βασάνους».


Πηγή: Gerontas.com

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Η αγάπη προς τους εχθρούς

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός πολύ καθαρά στό Ιερό Ευαγγέλιο μάς λέγει «Αγαπάτε τούς εχθρούς σας» (Ματθ. ε' 44).
Η έγκλιση πού χρησιμοποιεί είναι προστακτική. Δέν λέγει μακάρι νά αγαπάτε, ούτε άν θέλετε αγαπήστε τούς εχθρούς σας. Μάς λέγει άν δέν αγαπήσετε θά χάσετε τίς ψυχές σας, άν αγαπήσετε θά τίς σώσετε.
Γιά νά αγαπήσουμε τούς εχθρούς μας προϋπόθεση είναι νά αγαπήσουμε λιγότερο τόν εαυτό μας, γιά νά μπορέσουμε μέ συμπόνοια καί κατανόηση νά ηρεμήσομε εσωτερικά μέσα μας βλέποντας ως μηδαμινά τά σφάλματα τών ανθρώπων πού μάς στενοχώρησαν.
Ο διος o Χριστός μας μάς δίνει τήν απάντηση πάνω στό Σταυρό «Πάτερ άφες αυτοίς ου γάρ οδασι τί ποιούσι (Λουκά κγ', 34).
Πράγματι, αδελφοί μου, o άνθρωπος όταν εχθρεύεται τόν συνάνθρωπό του, δέν ξέρει τί κάνει, είναι πολλές φορές εκτός εαυτού γιατί λειτουργεί τό φοβερό πάθος τού εγωϊσμού, τής αυταρέσκειας, καί έτσι σκοτίζεται τό μυαλό του.
Ο Χριστός μάς λέγει «Μακάριοί εστε όταν oνειδίσωσιν υμάς καί διώξωσιν καί επωσιν πάν πονηρόν ρήμα καθ' υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθ. ε', 11).
Ο άγιος Κλήμης μάς λέγει πολύ χαρακτηριστικά «φιλάνθρωπος είναι εκείνος, πού στούς εχθρούς του συμπεριφέρθηκε μέ ημερότητα, καί τούς ευεργετεί. Η φιλανθρωπία αποτελείται από δύο μέρη τό ένα είναι η ελεημοσύνη καί τό άλλο είναι η αγάπη πρός τόν πλησίον. Διά τόν άνθρωπον πλησίον είναι o κάθε άνθρωπος. Διότι o άνθρωπος είναι καί o καλός καί o κακός. Καί o εχθρός καί o φίλος. Εκείνος λοιπόν πού ασκεί τήν φιλανθρωπία πρέπει νά γίνεται μιμητής τού Θεού, o oποίος ευεργετεί καί τούς δικαίους καί τούς αδίκους διότι ένας Θεός υπάρχει εις τόν κόσμον αυτόν, καί Αυτός χορηγεί εις όλους καί τόν ήλιον καί τάς βροχάς Του. Άν θέλεις νά ευεργετείς τούς καλούς καί νά τιμωρείς τούς κακούς, προσπαθείς νά γίνεις κριτής».
Είναι ανάγκη λοιπόν εκείνος πού θέλει νά είναι καλός Χριστιανός, όπως είπε o Χριστός, καί τούς εχθρούς νά αγαπά, ακόμη καί νά εύχεται υπέρ αυτών καί νά συγχωρεί εκείνους πού τόν ενοχλούν (Ματθ. ε', 44). Διότι έτσι θά αποβή πιστός τηρητής τών εντολών καί φεύγοντας από τόν κόσμον αυτόν, θά τού συγχωρεθούν όλα του τά αμαρτήματα, επειδή αγάπησε τόν πλησίον καί τούς εχθρούς, όπως αγαπά τόν εαυτό του.
Μέσα στό Γεροντικό αναφέρεται μία πολύ ωραία σύντομη ιστορία από τήν ζωή δύο ασκητών.
Κάποτε στά μέρη τής Λιβύης ένας αδελφός πήγε στόν γέροντα Σιλουανό νά εξομολογηθή λέγοντάς του:
«Γέροντα, έχω έναν εχθρόν, o oποίος μού έκαμε πολλά κακά καί τό χωράφι μου, όταν ακόμη ήμουν στόν κόσμο, κατεπάτησε καί πολλές φορές εσκέφθη νά μέ ζημιώσει, τώρα τελευταία καί δηλητηριαστάς έβαλε νά μέ θανατώσουν. Θέλω λοιπόν νά τόν παραδώσω στόν δικαστή νά τόν τιμωρήσει».
Ο άγιος Σιλουανός τού λέγει: «παιδί μου άς κάνουμε τήν προσευχή μας νά μάς φωτίσει o Θεός». Αφού λοιπόν προσεύχονταν, όταν έφθασαν εις τήν φράση τής προσευχής «καί άφες ημίν τά oφειλήματα ημών» o Γέροντας είπε: «ΜΗ αφήσεις ημίν τά oφειλήματα ημών, ως ΟΥΔΕ ημείς αφίεμεν τοίς oφειλέταις ημών».
Ο αδελφός λέγει:
- Όχι έτσι πάτερ.
- Ναί παιδί μου έτσι απάντησε o Γέρων άν πραγματικά θέλεις νά πάς στό δικαστή, διά νά πραγματοποιήσεις εκδίκησιν, o Σιλουανός δέν σού κάνει άλλη ευχή.
Μετά από αυτό έβαλε μετάνοια o αδελφός καί συνεχώρησε τόν εχθρόν του.
Εκείνους πού μάς στεναχωρούν ή μάς προσβάλλουν ή μάς ζημιώνουν, πρέπει νά τούς θεωρούμε ως ιατρούς τούς oποίους μάς έστειλε o Χριστός γιά νά μάς ευεργετήσουν, γιατί μάς απαλλάσσουν από τήν κενοδοξίαν. Φάρμακο τού Ιησού είναι εκείνοι πού μάς προξενούν ζημιές ή μάς υβρίζουν, απαλλάσοντάς μας από τήν πλεονεξίαν. Άν λοιπόν αποφεύγουμε έναν ωφέλιμον πειρασμό, είναι σάν νά αποφεύγουμε τήν αιώνιο ζωή. Ποιός άλλος εχάρισε εις τόν άγιο Στέφανο μεγαλύτερη δόξαν, από όσην τού επροξένησαν εκείνοι πού τόν ελιθοβόλησαν;
Ο άγιος Κοσμάς o Αιτωλός μάς αναφέρει μία δική του προσωπική εμπειρία, γιά δύο ανθρώπους πού εξομολογήθηκαν κοντά του.
Ο ένας τού είπε: «Εγώ πνευματικέ, από τόν καιρό πού εγεννήθηκα έως τώρα, ενήστευα, προσευχόμουν πάντοτε, έκαμα τόσες ελεημοσύνες εις τούς πτωχούς, έφτιασα μοναστήρια, εκκλησίες καί άλλα πολλά καλά έκαμα. Τόν γείτονά μου τόν εχθρεύομαι, καί δέν τόν συγχωρώ».
Εγώ τότε (συνεχίζει o άγιος Κοσμάς) τόν αποφάσισα γιά τήν κόλαση. Καί άν τύχει νά πεθάνει, νά μήν τόν θάψουν, αλλά νά τόν ρίξουν στή στράτα νά τόν φάγουν οι σκύλοι.
Έρχεται μετά o άλλος καί μού λέει: «Εγώ από τόν καιρό πού εγεννήθηκα, δέν έκαμα ποτέ κανένα καλό. Αλλά μάλιστα έχω καμωμένα τόσα φονικά. Επόρνευσα μέ τόσες γυναίκες. Έκλεψα τόσα πράγματα τού κόσμου. Έκαψα εκκλησίες καί μοναστήρια. Όλα τά κακά τά έχω κάνει. Μά τόν εχθρό μου τόν συγχωρώ».
Νά ιδήτε (λέγει o άγιος Κοσμάς), τί έκαμα εις αυτόν. Ευθύς τόν αγκάλιασα καί τόν εφίλησα. Τού έδωκα καί άδεια σέ τρείς ημέρες νά μεταλάβει.
Αγαπητοί μου αδελφοί τό παράδειγμα τού αγίου Κοσμά είναι φοβερό, συνταρακτικό. Άς βάλουμε αρχή καί 'μείς νά συγχωράμε καθημερινά, γιατί είναι προϋπόθεση γιά τή σωτηρία μας.
Πηγή: Όσιος Νίκων Ο "Μετανοείτε" Τεύχος 149
Ορθόδοξη Χριστιανική Γωνιά.


Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού


Το έτος 326 η Αγία Ελένη πήγε στην Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους και να ευχαριστήσει τον Θεό για τους θριάμβους του γιου της Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Ο θείος ζήλος, όμως, έκανε την αγία Ελένη να αρχίσει έρευνες για την ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού. Επάνω στο Γολγοθά υπήρχε ειδωλολατρικός ναός της θεάς Αφροδίτης, τον οποίο γκρέμισε και άρχισε τις ανασκαφές.


Σε κάποιο σημείο βρέθηκαν τρεις σταυροί. Η συγκίνηση υπήρξε μεγάλη, αλλά ποιος από τους τρεις ήταν του Κυρίου; Τότε ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος με αρκετούς ιερείς, αφού έκαναν δέηση, άγγιξε στους σταυρούς το σώμα μιας ευσεβεστάτης κυρίας που είχε πεθάνει. Όταν ήλθε η σειρά και άγγιξε τον τρίτο σταυρό, που ήταν του Κυρίου, η γυναίκα αμέσως αναστήθηκε.


Η είδηση διαδόθηκε σαν αστραπή σε όλα τα μέρη της Ιερουσαλήμ. Πλήθη πιστών άρχισαν να συρρέουν για να αγγίξουν το Τίμιο Ξύλο. Επειδή όμως συνέβησαν πολλά δυστυχήματα από το συνωστισμό, ύψωσαν τον Τίμιο Σταυρό μέσα στο ναό σε μέρος υψηλό, για να μπορέσουν να τον δουν και να τον προσκυνήσουν όλοι.


Αυτή, λοιπόν, την ύψωση καθιέρωσαν οι Άγιοι Πατέρες να γιορτάζουμε στις 14 Σεπτεμβρίου, για να μπορέσουμε κι εμείς να υψώσουμε μέσα στις ψυχές μας το Σταυρό του Κυρίου μας, που αποτελεί το κατ΄ εξοχήν όπλο κατά του διαβόλου.


Απολυτίκιον

Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου, νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος και το σον φυλάττων, δια του Σταυρού Σου, πολίτευμα.


Πηγή: enoriaka.gr

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΑΠΗ


Του Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού



Η ΑΓΑΠΗ


Όπως η μνήμη της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα, έτσι και η πίστη χωρίς αγάπη δεν φωτίζει την ψυχή με τη γνώση του Θεού.

Αγάπη είναι μια αγαθή διάθεση της ψυχής, που κάνει τον άνθρωπο να μην προτιμάει τίποτ' άλλο περισσότερο από το να γνωρίσει το Θεό. Είναι αδύνατον όμως ν' αποκτήσει σταθερά μέσα του αυτή την αγάπη, όποιος έχει εμπαθή προσκόλληση σε κάτι από τα γήινα.

Εκείνος που φοβάται το Θεό, έχει πάντοτε σύντροφό του την ταπεινοφροσύνη. Και η ταπεινοφροσύνη τον οδηγεί στην αγάπη και την ευχαριστία του Θεού. Σκέφτεται δηλαδή την προηγούμενη ζωή του, τα διάφορα αμαρτήματα και τους πειρασμούς τους, και πως απ' όλα αυτά τον γλύτωσε ο Κύριος και τον μετέφερε από τη ζωή των παθών στον κατά Θεόν βίο. Με τέτοιες σκέψεις λοιπόν αποκτάει και την αγάπη προς το Θεό, τον ευεργέτη και κυβερνήτη της ζωής του, τον οποίο αδιάλειπτα ευχαριστεί με πολλή ταπεινοφροσύνη.

Εκείνος που αγαπάει το Θεό, ζει αγγελικό βίο πάνω στη γη. Νηστεύει και αγρυπνεί, ψάλλει και προσεύχεται, και για κάθε άνθρωπο σκέφτεται πάντοτε το καλό.

Η ανέκφραστη ειρήνη, που έχουν οι άγιοι άγγελοι, οφείλεται σ' αυτά τα δύο: στην αγάπη προς το Θεό και στην αγάπη αναμεταξύ τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αγίους όλων των αιώνων. Πολύ καλά λοιπόν έχει λεχθεί από το Σωτήρα μας, ότι σ' αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και η διδασκαλία των προφητών. (Ματθ. 22, 40).

Όποιος αγαπάει το Θεό, δεν είναι δυνατό να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του. Και όσους ακόμα είναι υπόδουλοι στα πάθη τους, κι αυτούς τους αγαπάει σαν τον εαυτό του, και χαίρεται με αμέτρητη και ανείπωτη χαρά, όταν τους βλέπει να διορθώνονται.

«Όποιος με αγαπάει», λέει ο Κύριος, «θα τηρήσει τις εντολές μου» (Ιω. 14, 23). «Και η δική μου εντολή είναι να αγαπάτε ο ένας τον άλλο» (Ιω. 15,12). Εκείνος λοιπόν που δεν αγαπάει τον πλησίον του, αθετεί την εντολή του Κυρίου. Και όποιος αθετεί την εντολή του Κυρίου, ούτε τον Κύριο είναι δυνατό ν' αγαπήσει.

Σε όλες μας τις πράξεις ο Θεός εξετάζει το σκοπό για τον οποίο τις εκτελούμε, αν δηλαδή τις κάνουμε γι' Αυτόν ή για κάτι άλλο. Όταν λοιπόν θέλουμε να κάνουμε ένα καλό, ας μην έχουμε σκοπό ν' αρέσουμε στους ανθρώπους, αλλά μόνο στο Θεό. Σ' Αυτόν ν' αποβλέπουμε και όλα να τα κάνουμε για τη δική του δόξα. Διαφορετικά, θα κουραζόμαστε χωρίς να κερδίζουμε τίποτα.

Έργο αγάπης είναι η ολόψυχη ευεργεσία προς τον πλησίον μας, η μακροθυμία και η υπομονή που δείχνουμε απέναντί του, καθώς επίσης και η φρόνιμη και συνετή χρησιμοποίηση των πραγμάτων.

Η διάθεση της αγάπης δεν φανερώνεται μόνο με την παροχή χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση πνευματικού λόγου και με τη σωματική διακονία.

Εκείνος που αγαπάει το Χριστό, Τον μιμείται όσο μπορεί. Ο Χριστός, για παράδειγμα, -δεν έπαψε να ευεργετεί τους ανθρώπους -έδειχνε μακροθυμία, όταν του συμπεριφέρονταν με αχαριστία και Τον βλαστημούσαν -υπέμεινε, όταν Τον χτυπούσαν και Τον θανάτωναν, χωρίς καθόλου να σκέφτεται για κανέναν το κακό που Του έκανε. Αυτά τα τρία έργα είναι εκφραστικά της αγάπης προς τον πλησίον. Χωρίς αυτά, απατάται εκείνος που λέει ότι αγαπάει το Χριστό ή ότι θα κερδίσει τη βασιλεία Του. Γιατί ο Κύριος μάς βεβαιώνει: «Δεν θα μπει στη βασιλεία των ουρανών εκείνος που μου λέει «Κύριε, Κύριε», αλλά εκείνος που κάνει το θέλημα του Πατέρα μου» (Ματθ. 7,21). Και πάλι: «Όποιος με αγαπάει, θα τηρήσει τις εντολές μου» (Ιω. 14,15).

«Εγώ σάς λέω», είπε ο Κύριος, «αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευεργετείτε όσους σάς μισούν, προσεύχεστε για όσους σάς βλάπτουν» (Ματθ. 5,44). Γιατί έδωσε αυτές τις εντολές; Για να ελευθερώσει από το μίσος, τη λύπη, την οργή και τη μνησικακία και να σε αξιώσει ν' αποκτήσεις την τέλεια αγάπη. Αυτή είναι αδύνατο να την έχει όποιος δεν αγαπάει εξίσου όλους τους ανθρώπους, όπως και ο Θεός τους αγαπάει όλους εξίσου.
Όποιος έχει την τέλεια αγάπη, δεν κάνει διακρίσεις στους ανθρώπους. Ξέρει πως όλοι μας έχουμε την ίδια ανθρώπινη φύση, και γι' αυτό ανεξαίρετα τους αγαπάει όλους το ίδιο. Τους εναρέτους τους αγαπάει ως φίλους, ενώ τους κακούς τους αγαπάει ως εχθρούς και τους ευεργετεί και μακροθυμεί και υπομένει, αν τον βλάψουν, χωρίς να υπολογίζει καθόλου το κακό που του γίνεται. Αντίθετα, αν το καλέσει η περίσταση, πάσχει για χάρη τους, για νά τους κάνει κι αυτούς φίλους, αν είναι δυνατόν. Κι αν αυτό δεν το κατορθώσει, δεν αλλάζει τη διάθεσή του, αλλά συνεχίζει να τους αγαπάει όλους εξίσου.
Αγωνίσου, όσο μπορείς, ν' αγαπήσεις κάθε άνθρωπο. Αν αυτό δεν μπορείς να το κάνεις ακόμα, τουλάχιστον μη μισήσεις κανέναν. Αλλά ούτε αυτό θα μπορέσεις να το πετύχεις, αν δεν καταφρονήσεις τα πράγματα του κόσμου.

Αν «η αγάπη δεν κάνει κακό στον πλησίον» (Ρωμ. 13,10), εκείνος που φθονεί τον αδελφό και λυπάται για την προκοπή του και με ειρωνείες προσπαθεί να κηλιδώσει την υπόληψή του ή τον επιβουλεύεται με κάποια κακοήθεια, αυτός ο άνθρωπος δεν αποξενώνει άραγε τον εαυτό του από την αγάπη και δεν τον κάνει ένοχο για την αιώνια καταδίκη;

Ο Χριστός δεν θέλει να έχεις εναντίον κανενός ανθρώπου μίσος ή λύπη ή οργή ή μνησικακία οποιασδήποτε μορφής και για οποιοδήποτε πρόσκαιρο πράγμα. Κι αυτό το διακηρύσσουν παντού τα τέσσερα Ευαγγέλια.

Η λύπη είναι στενά συνδεδεμένη με τη μνησικακία. Όταν λοιπόν ο νους σκέφτεται το πρόσωπο του αδελφού και αισθάνεται λύπη, είναι φανερό ότι του κρατάει κακία. «Οι δρόμοι όμως των μνησικάκων οδηγούν στον πνευματικό θάνατο» (Παρ. 12,28), γιατί «ο κάθε μνησίκακος είναι παραβάτης του νόμου» (Παρ. 21,24).

Την ώρα της ειρήνης σου, μη θυμάσαι εκείνα που σου είπε ο αδελφός όταν σε στενοχώρησε είτε σ' εσένα κατά πρόσωπο τα είπε, είτε σε άλλον και μετά τα άκουσες-, για να μην πέσεις στο πάθος της μνησικακίας.

Όταν συνομιλείς με άλλους, πρόσεχε μήπως εξαιτίας της λύπης, που διατηρείς ακόμα κρυμμένη μέσα σου, νοθεύσεις τους επαίνους σου για τον αδελφό, αναμειγνύοντας ασυναίσθητα στα λόγια σου την κατηγορία. Να χρησιμοποιείς στις συνομιλίες σου αγνό έπαινο για τον αδελφό και να προσεύχεσαι γι' αυτόν ειλικρινά, σαν να προσεύχεσαι για τον εαυτό σου. Έτσι, πολύ σύντομα θα ελευθερωθείς από το ολέθριο μίσος.

Αν θέλεις να μην ξεπέσεις από την αγάπη του Θεού, μην αφήσεις τον αδελφό σου να κοιμηθεί λυπημένος μαζί σου ούτε κι εσύ να κοιμηθείς λυπημένος μαζί του. Πήγαινε, συμφιλιώσου με τον αδελφό σου, και τότε πρόσφερε στο Χριστό το δώρο της αγάπης σου με καθαρή συνείδηση και θερμή προσευχή.

Μην αφήσεις τ' αυτιά σου ν' ακούνε τα λόγια όποιου καταλαλεί, ούτε και τα δικά σου λόγια να φτάνουν στ' αυτιά του φιλοκατήγορου, μιλώντας ή ακούγοντας με ευχαρίστηση κατά του πλησίον σου, για να μη χάσεις τη θεία αγάπη και βρεθείς απόκληρος της αιώνιας ζωής.

Δεν υπάρχει βαρύτερος πόνος της ψυχής από τη συκοφαντία, είτε στην πίστη συκοφαντείται κάποιος είτε στη διαγωγή. Και κανείς δεν μπορεί να μένει αδιάφορος όταν συκοφαντείται, παρά μόνο εκείνος που στρέφει τα μάτια του στο Θεό, τον μόνο που μπορεί να μάς λυτρώσει από τον κίνδυνο, να φανερώσει στους ανθρώπους την αλήθεια και να παρηγορήσει την ψυχή με την ελπίδα.

Όσο εσύ προσεύχεσαι μ' όλη σου την ψυχή για εκείνον που σε συκοφάντησε, τόσο και ο Θεός πληροφορεί για την αθωότητά σου όσους σκανδαλίστηκαν εξαιτίας της συκοφαντίας.

Γνήσιος φίλος είναι εκείνος που, στον καιρό του πειρασμού, συμμερίζεσαι αθόρυβα και ατάραχα τις θλίψεις, τις ανάγκες και τις συμφορές του πλησίον, σαν να είναι δικές του.

Δεν έχει ακόμα τέλεια αγάπη ούτε βαθειά γνώση της θείας πρόνοιας εκείνος που σε καιρό πειρασμού δεν κάνει υπομονή για όσα λυπηρά του συμβαίνουν, αλλ' αποκόπτεται από την αγάπη των πνευματικών αδελφών.

Αν εκείνος που έχει όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, δεν έχει όμως αγάπη, τίποτα δεν ωφελείται, όπως λέει ο θείος Απόστολος (α' Κορ. 13,2), άραγε πόση προθυμία και ζήλο οφείλουμε να δείξουμε για να την αποκτήσουμε;

Πολλοί βέβαια έχουν πει πολλά για την αγάπη. Αν όμως την αναζητήσεις, θα τη βρεις μόνο στους μαθητές του Χριστού, γιατί μόνο αυτοί είχαν για δάσκαλό τους στην αγάπη την αληθινή Αγάπη, το Χριστό, και έλεγαν: «Αν έχω το χάρισμα να προφητεύω και να γνωρίζω όλα τα μυστήρια, κι αν έχω όλη τη γνώση, αλλά δεν έχω αγάπη, σε τίποτα δεν ωφελούμαι» (α' Κορ. 13,2). Εκείνος λοιπόν που απέκτησε την αγάπη, απέκτησε τον ίδιο το Θεό, γιατί «ο Θεός είναι αγάπη» (α' Ιω. 4,16). Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες. Αμήν.




Πηγή: orthodox-world.pblogs.gr

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Ὁ θάνατος τοῦ θανάτου


῎Αν σέ προβληματίζει, ἀδελφέ μου, ὁ θάνατος, τότε μάθε ὅτι στόν Χριστό αὐτός δέν ἔχει καμία ἐξουσία πλέον. Κάποια στιγμή, βεβαίως, Τόν κατέλαβε, μά ἀκριβῶς πάνω σέ τούτη τήν κυριαρχία του πέθανε καί χάθηκε. Διότι ὁ Κύριος, καθώς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀκατάλυτη πηγή τῆς ζωῆς, τόν θανάτωσε.

Θάρρος, λοιπόν, ὅσο κι ἄν πονοῦμε! ῾Ο θάνατος θά πεθάνει καί γιά μᾶς. Κι ἄν μέ ρωτήσεις πότε θά γίνει αὐτό τό καταπληκτικό, ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι θά συμβεῖ στό τέλος τῶν αἰώνων, ὅταν θά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί. Τοῦτο τό πιστεύουμε ἀκράδαντα χωρίς τήν παραμικρή ἀμφιβολία. Διότι, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται», ἐνῶ ἀμέσως προσθέτει ἐκεῖνο πού ἴσως σέ φοβίζει· «ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». ᾿Από τό συγκεκριμένο χωρίο συμπεραίνουμε ἀκόμη ὅτι ὁ θάνατος θά καταργηθεῖ βεβαίως σέ μᾶς, θά ὑπερισχύσει ὅμως στούς κατάκριτους. Κι ὅπου ὁ θάνατος δέν θά δεῖ θάνατο, θά κυριαρχεῖ αἰώνια, ἀφοῦ, ὅπως ξέρουμε, ἡ κόλαση εἶναι αἰώνια. ῞Ομως γιά μᾶς τούς πιστούς ἡ ἐξουσία του θά τερματιστεῖ ὁριστικά.

Ξέρω τώρα ὅτι, μετά ἀπ᾿ ὅσα σᾶς εἶπα, θέλετε νά μάθετε τό πῶς θά πραγματοποιηθοῦν ὅλα αὐτά. Δέν θά σᾶς ἐξηγήσω ἐγώ, ἀλλά ἐκεῖνοι πού ἤδη πανηγυρίζουν τούτη τήν ἐπαγγελία. ῎Ετσι θά κατέχετε στέρεα
αὐτό πού συλλογίζεσθε, πού τραγουδᾶτε μέ τήν καρδιά σας, πού ἐλπίζετε ὁλόψυχα καί κυνηγᾶτε νά ἐπιτύχετε μέ τήν πίστη καί τά καλά σας ἔργα. Νά, λοιπόν, τί παιανίζουν κάποιοι γιά τό θάνατο τοῦ θανάτου, τόν ὁποῖο θά γευθοῦμε κι ἐμεῖς ὅπως ὁ ἀρχηγός μας. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Δεῖ γάρ τό φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καί τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν... τότε γενήσεται ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος· κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος» (Α' Κο 15,53-54). Γιά τίς ὑπάρξεις μας, λοιπόν, ὁ θάνατος θά πάψει κάποτε. Αὐτό σημαίνει ὅτι «κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος». Θά καταποθεῖ, ὥστε νά μή φαίνεται. Καί τί σημαίνει ὅτι δέν θά φαίνεται; ῞Οτι δέν θά ὑπάρχει πουθενά οὔτε στήν ψυχή οὔτε στό σῶμα μας. «Κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος»!

Εἶναι, συνεπῶς, ἀπολύτως εὔλογη ἡ εὐφροσύνη πού αἰσθάνονται ὅσοι ἀναπέμπουν τούτους τούς θριάμβους. Καί ὁ ἀπόστολος συνεχίζει στόν ἴδιο τόνο· «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδη, τό νῖκος;». Ποῦ πῆγε τό καύχημά σου ὅτι κατέλαβες, κατέκτησες, νίκησες καί κατακύρωσες στόν ἑαυτό σου τά λάφυρα, φόνευσες καί σκότωσες; «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδη, τό νῖκος;». Δέν τόν συνέτριψε ὁ Κύριός μου; ῏Ω θάνατε, ὅταν ὁ Κύριός μου σ᾿ ἐξολόθρευσε καί σέ λαφυραγώγησε μέ τό σταυρό καί τήν ἀνάστασή του, τότε πέθανες καί γιά μένα. Μέ τήν ἴδια σωτηρία ἀπό τήν
ὥρα ἐκείνη καί στό ἑξῆς «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται».

῎Ας ξεφύγουμε, ἀδελφοί μου, ἀπό τήν καταδίκη κι ἄς ἔχουμε τήν ἀγάπη καί τήν ἐλπίδα μας στήν αἰώνια αὐτή σωτηρία!

ἱ. Αὐγουστίνου, Λόγος 233,
Στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ κατά Λουκᾶν
.

(᾿Απόδοση Εὐάγγελος Δάκας)

Δόξα στά μεγαλεῖα σου, Κύριε!

Πῶς καί πῦρ ὑπάρχεις βλύζων;
Πῶς καί ὕδωρ εἶ δροσίζων;
Πῶς καί καίεις, καί γλυκαίνεις;
Πῶς φθοράν ἐξαφανίζεις;
Πῶς θεούς ποιεῖς ἀνθρώπους;
Πῶς τό σκότος φῶς ἐργάζῃ;
Πῶς ἀνάγεις ἐκ τοῦ ᾅδου;

Πῶς θνητούς ἐξαφθαρτίζεις;
Πῶς πρός φῶς τό σκότος ἕλκεις;
Πῶς τήν νύκτα περιδράσσῃ;
Πῶς καρδίαν περιλάμπεις;
Πῶς με ὅλον μεταβάλλεις;
Πῶς ἑνοῦσαι τοῖς ἀνθρώποις;
Πῶς υἱούς Θεοῦ ἐργάζῃ;
Πῶς ἐκκαίεις σου τῷ πόθῳ;
Πῶς τιτρώσκεις ἄνευ ξίφους;
Πῶς ἀνέχῃ; Πῶς βαστάζεις;
Πῶς εὐθύς οὐκ ἀποδίδως;
Πῶς ὑπάρχων ἔξω πάντων,
βλέπεις πάντων τά πρακτέα;
Πῶς μακράν ἡμῶν τυγχάνων,
καθορᾷς ἑκάστου πρᾶξιν;
Δός ὑπομονήν σοῖς δούλοις,
μή καλύψῃ τούτους θλῖψις.

Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος

ΠΡΟΔΟΜΕΝΑ ΝΙΑΤΑ


Κάποιοι τά εἴπανε ὀργισμένα νιάτα. Κάποιοι ἄλλοι τά ὀνόμασαν ἐπαναστατημένη γενιά. Ἔτσι δικαιολόγησαν ὅλους τούς βανδαλισμούς καί ὅλες τίς βαρβαρότητες πού διαπράξανε στό ὄνομα τῆς δημοκρατίας καί τῆς συμπαράστασης στό θάνατο τοῦ Ἀλέξη. Μά ἐγώ πού ἔζησα μαζί μέ τούς δικούς μου μαθητές τά τελευταῖα γεγονότα, ἐγώ πού ἔσκυψα κι ἀφουγκράστηκα τούς κτύπους τῆς καρδιᾶς τους, ἄκουσα τό θρηνητικό τους παράπονο: «Ὅλοι μᾶς γέλασαν φοβερά, μᾶς σπάσαν τῆς ψυχῆς τά φτερά».

Μέ τό μήνυμα στό κινητό γιά καταλήψεις καί ἀποχές ξεκίνησαν τήν καινούργια ἑβδομάδα. Ἄραγε ἀπασχόλησε κανένα μαθητή ἤ γονιό ποιός ἔστειλε ὅλα αὐτά τά μηνύματα καί γιατί; Δυό φοβερές ἐκμεταλλεύσεις μείνανε σχεδόν ἀσχολίαστες: Ἡ ἐκμετάλλευση τῆς μνήμης ἑνός παιδιοῦ καί ἡ ἐκμετάλλευση τῆς εὐαισθησίας τῶν ἐφήβων ἀφενός καί τῆς ἐπιπολαιότητας καί δυναμικότητάς τους ἀφετέρου.

-Κυρία, θέλουμε νά πᾶμε στήν πορεία!

-Συμπαράσταση στόν Ἀλέξη! Μά δέν κάνατε γιά τό λόγο αὐτό ἀποχή ἀπό τά μαθήματά σας τή Δευτέρα; Δέν σᾶς ἔδωσε τό Ὑπουργεῖο ἐλεύθερη καί τήν Τρίτη;

-Ὅλα τά σχολεῖα θά πᾶνε!

-Θά πᾶτε νά ρημάξετε τό ἀστυνομικό τμῆμα;

-Τί λέτε, κυρία; Ἁπλά, θά διαμαρτυρηθοῦμε.Εἶπαν, εἶπα... Τό δεκαπενταμελές πείστηκε πώς δέν εἶχε καμιά δουλειά στήν πορεία. Ἡ ἔκπληξή μου ἦταν μεγάλη σάν εἶδα ξεσηκωμένα στήν πόρτα, ἕτοιμα νά φύγουν, τά... πρωτάκια!

Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς δέν κουράστηκα καί πολύ νά τά στείλω στήν τάξη τους, μά ἕνα αἴσθημα ἀγανάκτησης μέ ἔκανε νά σταθῶ στήν πόρτα καί νά φωνάξω στά παιδιά μου: «Ἀπό τό σχολεῖο δέν θά βγεῖ κανένας πρίν τελειώσει καί ἡ ἕβδομη ὥρα. Θά στέκομαι ἐδῶ μέχρι τότε!».Καί στάθηκα! Καί τότε ἦταν πού εἶδα μιά μαθήτρια τῆς Γ´ νά ἔρχεται τρέμοντας πρός τό μέρος μου.

Κυρία, ἔρχομαι ἀπό τήν κόλαση, μοῦ εἶπε. Εἴχατε δίκιο. Δέν φανταζόμουν ὅτι θά γίνουν τέτοια πράγματα. Τό ἔσκασα ἀπό τά κάγκελα καί πῆγα στήν πορεία. Συγγνώμη, κυρία, συγχωρέστε με πού δέν σᾶς ἄκουσα.Ἔμεινα νά τήν κοιτάω. Κι εἶδα στήν τρομαγμένη της μορφή ὅλα τά νιάτα τοῦ καιροῦ μας πού, ὅταν μᾶς βολεύει ἐμᾶς τούς μεγάλους, τά λέμε «νιάτα», καί ὅπου πάλι μᾶς βολεύει τά λέμε «παιδιά».

Ναί, ἐκείνη τή μέρα κάποιοι καπηλευτές τῆς ἔννοιας «ἀγώνας» ὅπλισαν τά χέρια δεκατριάχρονων καί δεκατετράχρονων παιδιῶν, μικρότερων ἀκόμη καί ἀπό τόν Ἀλέξη, μέ πέτρες, λοστούς, αὐγά καί γιαούρτια καί τά ἔστρεψαν ἐναντίον τῶν ἀστυνομικῶν τῆς μικρῆς ἐπαρχιακῆς πόλης ὅπου ζοῦμε.

Κι ἀναρωτιέμαι: Ποιός σκοτώνει τή νεολαία μας; Ποιοί ἀσυνείδητοι καιροσκόποι θυσιάζουν σέ ἀνίερους βωμούς τήν ἰκμάδα τῆς πατρίδας μας; Ἐπαναστατημένη γενιά! Ἄν ἡ καταστροφή λέγεται ἐπανάσταση, τό τρίξιμο ἀπό τά κόκκαλα τῶν ἐπαναστατῶν δέν θά ἔχει ὅρια. Προδομένη, ναί! Ἀδικημένη καί ἀπογυμνωμένη ἀπό ἀξίες καί ἰδανικά, ναί! Ὄχι ὅμως καί ἀγώνας τό ξετσίπωτο βρίσιμο καί οἱ βανδαλισμοί.

Ἔνιωσα τήν ἀνάγκη νά σφίξω στήν ἀγκαλιά μου τό κορίτσι πού ἔτρεμε μπροστά μου, γιά νά ἀκουμπήσω πάνω στήν καρδιά μου ὅλο τόν πόνο μιᾶς γενιᾶς πού ὅλοι τήν γέλασαν. Κι εἶπα πώς ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ. Ἦρθε ἡ ὥρα νά δώσουμε σέ τούτη τή γενιά ἐλπίδα καί φῶς. Καί πῆρα μιά ἀπόφαση: Νά σταθῶ πολύ κοντά σέ κεῖνα τά παιδιά πού γυρίζουν ἀπό τήν κόλαση. Σίγουρα ἐκεῖνο πού ψάχνουν εἶναι ὁ παράδεισος, κι αὐτόν πρέπει κάποιοι πού τά ἀγαποῦν ἀληθινά νά τούς τόν δείξουν. Ὅσοι πιστοί!


Ἑλένη Βασιλείου
Διευθύντρια Γυμνασίου