Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Η αλήθεια της Ορθοδοξίας, ο Θεάνθρωπος


 

Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς 1979


       Όλες οι αλήθειες της Ορθοδοξίας, πηγάζουν και απολήγουν στην μία αλήθεια, την απεριόριστη και αιώνια. Η αλήθεια αυτή είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός. Αν βιώσετε μέχρι τέλους οποιαδήποτε αλήθεια της Ορθοδοξίας, θα ανακαλύψετε υποχρεωτικά ότι η καρδιά της είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός. Στη πραγματικότητα, όλες οι αλήθειες της Ορθοδοξίας δεν είναι τίποτε περισσότερο από διαφορετικές παραλλαγές της μίας Αλήθειας: του Θεανθρώπου Χριστού. Η ορθοδοξία είναι Ορθοδοξία εν τω Θεανθρώπω, εν ουδενί άλλω. Από αυτό και η άλλη ονομασία της Ορθοδοξίας είναι Θεανθρωπότης. Μέσα της, τίποτε δεν συντελείται κατά άνθρωπον και εξ ανθρώπου αλλά τα πάντα προέρχονται από του Θεανθρώπου και συντελούνται κατά Θεάνθρωπον. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος βιώνει και γνωρίζει την θεμελιώδη και αιώνια αλήθεια της ζωής και του κόσμου μόνο διά του Θεανθρώπου, εν τω θεανθρώπω. Και κάτι ακόμα: την πλήρη αλήθεια περί ανθρώπου, περί του σκοπού και του νοήματος της υπάρξεώς του, γνωρίζει ο άνθρωπος αποκλειστικά μέσω του Θεανθρώπου. Εκτός Εκείνου και πέραν Εκείνου δεν υφίσταται πραγματικός άνθρωπος επειδή ο άνθρωπος είναι πραγματικός μόνον διά του Θεανθρώπου και εν τω Θεανθρώπω.        Έξω από Εκείνον, ο άνθρωπος μετατρέπεται σε φάντασμα, σε σκιάχτρο, σε κάτι ανοημάτιστο. Έτσι, στη θέση του ανθρώπου θα βρείτε υπολείμματα ανθρώπου, αποσπάσματα ανθρώπου, τεμάχια ανθρώπου. Ένεκα τούτου και η αληθινή ανθρωπιά βρίσκεται μονάχα στην Θεανθρωπότητα. Δεύτερη δεν υπάρχει κάτω από τον ουρανό.        Γιατί ο Θεάνθρωπος αποτελεί τη θεμελιώδη αλήθεια της Ορθοδοξίας;        Επειδή έλυσε όλα τα ζητήματα που βασανίζουν και κατατρώγουν το ανθρώπινο πνεύμα: το ζήτημα ζωής και θανάτου, το ζήτημα καλού και κακού, το ζήτημα γης και ουρανού, το ζήτημα αληθείας και ψεύδους, το ζήτημα αγάπης και μίσους, το ζήτημα δικαίου και αδικίας. Με ένα λόγο: το ζήτημα Θεού και ανθρώπου.        Γιατί ο Θεάνθρωπος αποτελεί τη θεμελιώδη αλήθεια της Ορθοδοξίας;        Επειδή με την επίγειο ζωή Του, κατέδειξε με τον πιο εναργή τρόπο ότι ο Ίδιος είναι η σαρκωμένη, ενανθρωπήσασα, προσωποποιημένη και αιώνια Αλήθεια, η αιώνια Δικαιοσύνη, η αιώνια Αγάπη, η αιώνια Χαρά, η αιώνια Δύναμις: Παναλήθεια, Πανδικαιοσύνη, Παναγάπη, Παντοχαρά, και Παντοδύναμις. Εκείνος κατέβασε όλες τις θείες τελειότητες από τον ουρανό στη γη. Και όχι μονάχα τις κατέβασε μα και μας δίδαξε και μας έδωσε τη χαριτωμένη δύναμη να τις μεταποιούμε σε δική μας ζωή, σε δικές μας σκέψεις, σε δικά μας αισθήματα, σε δικά μας έργα. Από εδώ πηγάζει και η κλήση η δική μας: να τις σαρκώσουμε μέσα μας και στον κόσμο που μας περιβάλλει.        Παρατηρήστε τους αρίστους των αρίστων στο ανθρώπινο γένος. Σε όλους αυτούς, ο Θεάνθρωπος είναι ό,τι πιο καλό έχουν, ό,τι πιο σημαντικό, ό,τι πιο αιώνιο. Επειδή Εκείνος είναι: η Αγιότης στους αγίους, το Μαρτύριο στους μάρτυρες, η Δικαιοσύνη στους δικαίους, η Αποστολικότης στους αποστόλους, η Αγαθότης στους αγαθούς, το Έλεος στους ελεήμονες, η Αγάπη στους αγαπώντας.        Γιατί ο Θεάνθρωπος είναι όλα και τα πάντα στην Ορθοδοξία;        Επειδή Εκείνος είναι, ως ο Είς εκ της Αγίας Τριάδος, ο σαρκωμένος Υιός του Θεού, ανυπέρβλητος και ως Θεός, και ως Παράκλητος, και ως Σκεπαστής, και ως Διδάσκαλος, και ως Σωτήρας. Ταλανιζόμενος μέσα στην επίγεια τραγωδία ο άνθρωπος, μονάχα σε Εκείνον, στον πανελεήμονα Κύριο Ιησού, βρίσκει: τον Θεό που μπορεί αληθινά να νοηματοδοτήσει το πάθος, τον Παράκλητο που μπορεί αληθινά να παρηγορήσει σε κάθε συμφορά και θλίψη, τον Προστάτη που μπορεί αληθινά να προστατέψει από κάθε κακό, τον Σωτήρα που μπορεί αληθινά να σώσει από το θάνατο και την αμαρτία, τον Διδάσκαλο που μπορεί αληθινά να διδάξει την αιώνια Αλήθεια και Δικαιοσύνη.        Ο Θεάνθρωπος είναι μέσα στην Ορθοδοξία το όλον και τα πάντα επειδή έχει δώσει ανυπέρβλητο μεγαλείο στον άνθρωπο: τον ανύψωσε μέχρι του Θεού, τον έκανε Θεόν κατά Χάριν. Και το έπραξε αυτό, όχι με το να υποτιμήσει τον άνθρωπο υπέρ του Θεού αλλά με το να πληρώσει τον άνθρωπο με κάθε τελειότητα. Ο Θεάνθρωπος εδόξασε τον άνθρωπο όσο κανένας άλλος: του χάρισε την αιώνιο ζωή, την αιώνιο Αλήθεια, την αιώνιο Αγάπη, την αιώνιο Δικαιοσύνη, την αιώνιο Χαρά, το αιώνιο Αγαθό, την αιώνιο Μακαριότητα. Ο άνθρωπος απέκτησε διά του Θεανθρώπου το θείο μεγαλείο.        Ενώ ο Θεάνθρωπος είναι η θεμελιώδης αλήθεια της Ορθοδοξίας, η βασική αλήθεια κάθε αλλοδοξίας είναι ο άνθρωπος η τα θραύσματα της υπάρξεώς του, η διάνοια, η θέληση, οι αισθήσεις, η ψυχή, το σώμα, η τεχνολογία. Πουθενά στην αλλοδοξία δεν υπάρχει ακέραιος άνθρωπος, είναι ολόκληρος κατακερματισμένος σε άτομα, σε μόρια. Και όλο αυτό προς δόξαν του ανθρωπίνου μεγαλείου.        Όμως, όσο ανόητη είναι η ρήση: «η τέχνη για την τέχνη» άλλο τόσο ανόητη είναι και η ρήση: «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο». Αυτή η οδός οδηγεί στο πιο ποταπό πανδαιμόνιο όπου το ύψιστο είδωλο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Και δεν υπάρχει πιο ποταπό είδωλο από αυτόν. Αφετηριακή αλήθεια για την Ορθοδοξία είναι η εξής: δεν είναι ο άνθρωπος για τον άνθρωπο αλλά για τον Θεό, η ακόμα πληρέστερα: για τον Θεάνθρωπο. Γι' αυτό και εμείς, στο όνομα του ανθρώπου, είμαστε υπέρ του Θεανθρώπου. Δι' Εκείνου αποκλειστικώς, είναι δυνατός ο λογικός χαρακτήρας του ανθρώπου, είναι δυνατή η νοηματοδότηση της ανθρωπίνης υπάρξεως. Μέσω αυτής της αλήθειας αποκτώνται όλα τα μυστήρια του ουρανού και της γης, όλες οι αξίες όλων των κόσμων τις οποίες μπορεί να φανταστεί ο άνθρωπος, όλες τις χαρές όλων των τελειοτήτων τις οποίες ο άνθρωπος μπορεί να επιτύχει. Έμμεσα η άμεσα στην Ορθοδοξία ο Θεάνθρωπος είναι το πάν και άρα εν Αυτώ και ο άνθρωπος, ενώ στην αλλοδοξία μονάχα ο γυμνός άνθρωπος.        Στην ουσία, Ορθοδοξία δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά το θαυμαστό Πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού, παρατεινόμενο σε όλους τους αιώνες, παρατεινόμενο ως η Εκκλησία. Η Ορθοδοξία έχει τη σφραγίδα και το σημείο της δια του οποίου καθίσταται γνωστή Πρόκειται για το φωτεινό Πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού. Κάθε τι το οποίο δεν φέρει τούτο το Πρόσωπο, δεν είναι ορθόδοξο. Κάθε τι το οποίο δεν έχει την θεανθρώπινη Δικαιοσύνη, την Αλήθεια, την Αγάπη, την Αιωνιότητα δεν είναι ορθόδοξο.        Κάθε τι το οποίο επιδιώκει να πραγματώσει σε τούτο το κόσμο το Ευαγγέλιο του Θεανθρώπου με τις μεθόδους του κόσμου τούτου και τις μεθοδείες του βασιλείου του κόσμου τούτου, δεν είναι ορθόδοξο αλλά υποδηλώνει υποδούλωση στον τρίτο πειρασμό του πονηρού. Το να είσαι ορθόδοξος θα πεί: να έχεις μόνιμα τον Θεάνθρωπο στην ψυχή σου, να ζείς εν Εκείνω να σκέφτεσαι εν Εκείνω, να αισθάνεσαι εν Εκείνω, να ενεργείς εν Εκείνω. Με άλλα λόγια: το να είσαι ορθόδοξος σημαίνει να είσαι Χριστοφόρος και Πνευματοφόρος. Αυτό το πετυχαίνει ο άνθρωπος όταν εν τω σώματι του Χριστού - εν τη Εκκλησία, γεμίσει όλο του το είναι από τη κορυφή μέχρι τον πυθμένα, με τον Θεάνθρωπο Χριστό. Γ' αυτό και ο ορθόδοξος άνθρωπος είναι κρυμμένος με τον Χριστό εν τω Θεώ.        Ο Θεάνθρωπος είναι ο άξονας όλων των κόσμων: Από τον κόσμο των ατόμων μέχρι τον κόσμο των Χερουβείμ. Αν από τούτον τον άξονα αποκοπεί οποιοδήποτε όν, σφραγίζεται με τη φρίκη, τον πόνο και τα πάθη. Αποκόπηκε ο Εωσφόρος και κατέληξε να γίνει Σατανάς. Αποκόπηκαν οι άγγελοι και κατέληξαν δαίμονες. Αποκόπηκε εν πολλοίς και ο άνθρωπος και κατέληξε απάνθρωπος. Μόλις οποιοδήποτε κτίσμα αποκοπεί από τον άξονα αυτό, κρημνίζεται αναπόφευκτα στο χάος και τη θλίψη. Και όταν ένας λαός στο σύνολό του απαρνηθεί τον Θεάνθρωπο, τότε η ιστορία του μετατρέπεται σε ταξίδι μέσα από την κόλαση και τα δεινά της. Ο Θεάνθρωπος είναι, όχι μονάχα η θεμελιώδης αλήθεια της Ορθοδοξίας μα και η παντοδυναμία της αφού μόνον Εκείνος σώζει τον άνθρωπο από το θάνατο, την αμαρτία και τον διάβολο. Αυτό είναι κάτι που ποτέ δεν μπόρεσε, δεν μπορεί και ούτε θα το μπορέσει ο άνθρωπος, οποιοσδήποτε άνθρωπος μα ούτε και η ανθρωπότητα ως σύνολο. Η ήττα είναι πάντοτε το τέλος του ανθρωπίνου αγώνα με το θάνατο, την αμαρτία και τον διάβολο, εφόσον τη μάχη αυτή δεν τη διεξάγει ο Θεάνθρωπος. Μόνο δια του Θεανθρώπου Χριστού νικά ο άνθρωπος και το θάνατο και την αμαρτία και το διάβολο. Από αυτό πηγάζει και το νόημα του ανθρώπου: να πλημμυρίσει από Θεάνθρωπο μέσα στο σώμα Του - στην Ορθόδοξη Εκκλησία - να μεταμορφωθεί εν Αυτώ δια της χαριτωμένης ασκήσεως, να γίνει παντοδύναμος.        Όσο θα προχωρά με το σώμα δια της προσευχής μέσα στη θλιβερή μυρμηγκοφωλιά της γης, με τη ψυχή του θα κατοικεί άνω, εκεί που ο Χριστός κάθεται στα δεξιά του Θεού. Επειδή η ζωή του είναι μόνιμα σταυρωμένη με την προσευχή μεταξύ ουρανού και γης σαν το ουράνιο τόξο που ενώνει την κορυφή του ουρανού με τα βάθη της γης. Δι' Αυτού πρέπει με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος να αθανατοποιηθούμε, να θεωθούμε, να θεανθρωποποιηθούμε. Αυτό είναι το νόημα, το πραγματικό νόημα ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους. Αυτό είναι και η χαρά, η μόνη χαρά σε τούτο τον κόσμο της αμέτρητης θλίψεως και της φαρμακερής πίκρας. Η Ορθοδοξία, είναι Ορθοδοξία δια του Θεανθρώπου. Και εμείς οι ορθόδοξοι, ομολογώντας τον Θεάνθρωπο, έμμεσα ομολογούμε το χριστοειδές του ανθρώπου, την θεία του καταγωγή, την θεία του ανωτερότητα και ταυτόχρονα την θεία αξία και το ανυπέρβλητον του ανθρωπίνου προσώπου. Στην ουσία, ο αγώνας για τον Θεάνθρωπο είναι αγώνας για τον άνθρωπο. Όχι οι ουμανιστές, αλλά οι άνθρωποι της ορθοδόξου θεανθρωπίνης πίστεως και ζωής είναι αυτοί που αγωνίζονται για τον αληθινό άνθρωπο, εκείνον τον θεοειδή και χριστοειδή.
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" 

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012


Kυράννα παθών, και βασάνων κυρία,
Φανείσ’ απήλθε προς Kύριον Kυρίων.
Βιογραφία
Η Αγία νεομάρτυς Κυράννα γεννήθηκε στο χωριό Αβυσσώκα ή Βυρσόκα, στη σημερινή Όσσα της Θεσσαλονίκης, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Στο Μαρτύριό της αναφέρεται ότι ήταν εξαιρετικά όμορφη. Αυτή η εξωτερική ομορφιά της Κυράννας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το αντικατόπτρισμα της εσωτερικής της ωραιότητας, αποτέλεσε και την αφορμή να οδηγηθεί στο μαρτύριο, καθώς κάποιος γενίτσαρος, εισπράκτορας των φόρων στο χωριό της Κυράννας, που την ερωτεύθηκε, προσπάθησε επανειλημμένα με κολακείες και δώρα να την ελκύσει και να την πείσει να αλλαξοπιστήσει, για να τη νυμφευθεί. Επειδή όμως η Κυράννα δεν αποδεχόταν τις κολακείες, ούτε πολύ περισσότερο τα δώρα του Τούρκου, αυτός νομίζοντας πως θα την κάμψει με τον φόβο άρχισε να την απειλεί ότι θα την βασανίσει σκληρά και τέλος θα την θανατώσει, αν δεν υποχωρήσει και δεν αρνηθεί την πίστη της. Αλλά ούτε αυτά τα μέσα έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα για το γενίτσαρο. Τότε την οδήγησε βίαια στον κριτή της Θεσσαλονίκης και ψευδομαρτύρησε εναντίον της, ότι του είχε δηλώσει ότι θα αλλαξοπιστήσει για να τη νυμφευθεί, αλλά τελικά δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Η Αγία Κυράννα με πνευματική ανδρεία ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Έτσι οι Τούρκοι την οδήγησαν στη φυλακή.

Ο γενίτσαρος, που την οδήγησε στον κριτή, ζήτησε και έλαβε την άδεια του Αλή Εφέντη, μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, να επισκέπτεται την Αγία στη φυλακή, όπου με κολακείες αλλά και βασανιστήρια προσπαθούσε να την μεταπείσει. Όταν έφευγε αυτός, συνέχιζε τα βασανιστήρια ο δεσμοφύλακας, τον οποίο έλεγχαν για την σκληρότητά του τόσο οι υπόλοιποι φυλακισμένοι, όσο και κάποιος άλλος φύλακας Χριστιανός.

Κάποια φορά ο γενίτσαρος επισκέφθηκε και πάλι την Αγία στη φυλακή και την βασάνισε μέχρι θανάτου. Ο Χριστιανός φύλακας επέπληξε τότε δριμύτατα το δεσμοφύλακα και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στο πασά, επειδή επέτρεπε να εισέρχονται στη φυλακή παράνομα άνθρωποι ξένοι και να βασανίζουν τους φυλακισμένους. Έτσι, όταν μετά από λίγο ο γενίτσαρος ξαναήλθε στη φυλακή, φοβούμενος ο δεσμοφύλακας δεν του επέτρεψε την είσοδο. Αυτός τότε τον κατήγγειλε στον Αλή Εφέντη, ο οποίος τον κάλεσε και τον επέπληξε, γιατί παράκουσε τις διαταγές του. Ύστερα από αυτό το γεγονός, ο δεσμοφύλακας επέστρεψε οργισμένος στη φυλακή και ξέσπασε πάνω στην Κυράννα, την οποία κρέμασε και άρχισε να χτυπά αλύπητα. Μπροστά σε αυτό το θέμα όλοι οι φυλακισμένοι, ακόμη και οι Μωαμεθανοί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να καταφέρονται εναντίον του δεσμοφύλακος, ο οποίος άφησε την Αγία κρεμασμένη κι έφυγε. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751 μ.Χ.

Κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες ένα θείο φως κάλυψε ξαφνικά το σώμα της Αίας Κυράννας, η οποία άφηνε την τελευταία της πνοή, και ύστερα εξαπλώθηκε σε όλη την φυλακή. Μπροστά σε αυτό το θαύμα οι Χριστιανοί ευχαριστούσαν τον Κύριο, ενώ οι Μωαμεθανοί ενόμιζαν ότι ήταν φωτιά και τρομοκρατήθηκαν.

Ο Χριστιανός φύλακας, ο οποίος πήγε να κατεβάσει την κρεμασμένη Αγία, τη βρήκε νεκρή. Στο μεταξύ το φως είχε υποχωρήσει, αλλά παρέμενε σε όλο το χώρο μια άρρητη ευωδία. Ο φύλακας τότε, περιποιήθηκε το ιερό λείψανο της Μάρτυρος, το οποίο την επόμενη μέρα παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη. Στο Συναξάρι της Νεομάρτυρος αναφέρεται ότι το σκήνωμα της Αγίας ενταφιάσθηκε «ἔξω τῆς πόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνταφιάζονται καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν τὰ λείψανα», δηλαδή στο Κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής.

Ασματική ακολουθία της συνέγραψε ο Χριστόφορος Προδρομίτης.

Ως ημέρα της μνήμης της Νεομάρτυρος αναφέρεται σε Λαυρεωτικό Κώδικα η 1η Ιανουαρίου. Στην Όσσα όμως, η Αγία Κυράννα εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ίσως είναι το ότι ο εορτασμός της κατά τις 28 Φεβρουαρίου συχνά συνέπιπτε με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδο χαρμολύπης, ενώ στις 8 Ιανουαρίου επιπλέον οι κάτοικοι της Όσσας ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στο χωριό τους εξαιτίας των εορτών των Χριστουγέννων. Η μνήμη της Αγίας τιμάται πανηγυρικά και από τους Οσσαίους της Θεσσαλονίκης και στο ναό της Αχειροποιήτου κατά τη Κυριακή μετά τις 8 Ιανουαρίου.

Στο χωριό Όσσα, βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Κυράννας, που είναι και πολιούχος της κοινότητας, αφιερωμένος στη μνήμη της νεομάρτυρος Κυράννας. Ο ναός κτίστηκε το 1840 μ.Χ., όπως αναφέρει ο Αστέριος Θηλυκός ή το 1868 μ.Χ. σύμφωνα με επιγραφή κτίσεως. Σε αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Αγίας Κυράννας, φιλοτεχνημένη γύρω στο 1870, από τον Χριστόδουλο Ιωάννου Ζωγράφο από την Σιάτιστα.

Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α'. Τον συνάναρχον Λόγον.
Χαίρε Όσσης ο γόνος και θείον βλάστημα, Παρθενομάρτυς Κυράννα Νύμφη Χριστού του Θεού, η αθλήσασα στερρώς υστέροις έτεσι, και καθελούσα τον εχθρόν, καρτερία σταθε­ρά. Και νυν απαύστως δυσώπει, υπέρ των πίστει τιμώντων, την μακαρίαν σου άθλησιν.

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

                                             ΚΑΛΗ ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΧΡΟΝΙΑ
ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΚΥΡΙΟΥ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
 
Γιορτή δεσποτική
 
Συνήθως τήν Πρωτοχρονιά ἀπορροφοῦν τήν προσοχή μας οἱ πανηγυρισμοί γιά τήν ἀλλαγή τοῦ χρόνου, ἕνα γεγονός χωρίς ἰδιαίτερο πνευματικό νόημα, ἀφοῦ ἐκκλησιαστικά ἡ ἀρχή τοῦ ἔτους γιορτάζεται τήν 1η Σεπτεμβρίου, ἤ -στήν καλύτερη περίπτωση- στρέφουμε τή σκέψη μας στήν ὄντως μεγάλη μορφή τοῦ οὐρανοφάντορα ἁγίου ἐπισκόπου Καισαρείας Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Λησμονοῦμε ὅμως οἱ περισσότεροι τή μεγαλύτερη γιορτή τῆς μέρας, πού εἶναι μάλιστα καί δεσποτική γιορτή, τήν περιτομή τοῦ Δεσπότου Κυρίου μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἄναρχου καί ὑπέρχρονου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔπλασε, συντηρεῖ καί ἁγιάζει τά σύμπαντα.
῾Η γιορτή τῆς περιτομῆς πιστοποιεῖ τήν ἀνθρώπινη φύση πού γιά τή σωτηρία μας προσέλαβε ὁ Θεός. «Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων... οὐκ ἐβδελύξατο σαρκός τήν περιτομήν», διακηρύττει ὁ ἐκκλησιαστικός ὕμνος. ᾿Επίσης ὅμως, ἡ περιτομή στοιχειοθετεῖ ἕνα κύριο γνώρισμα τῆς ταυτότητας τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἡ συνέχεια θά δείξει.
 
 
Σημάδι διαθήκης τοῦ Θεοῦ
 
῾Η περιτομή, ὅπως καί ὅλα τά γεγονότα πού συνδέονται μέ τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας, ἔχει προϊστορία. Τή μελετοῦμε στήν Παλαιά Διαθήκη. Πολύ παλιά, πρίν ἀκόμη ἀνακαλύψει τά μέταλλα ὁ πολιτισμός, οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν περιτομή μέ πέτρινα μαχαίρια (῎Εξ 4,25· ᾿Ιη 5,2-3). Γιά τόν ᾿Ισραήλ, τόν ἐκλεκτό κι ἀγαπημένο λαό τοῦ Θεοῦ, ἡ περιτομή εἶχε κοινωνική ἀλλά καί θρησκευτική σημασία. ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός ἀπαιτώντας την ἀπό τόν πατριάρχη ᾿Αβραάμ τήν ὀνομάζει «σημεῖον διαθήκης ἀνά μέσον ἐμοῦ καί ὑμῶν» (Γε 17,11). Τήν προσδιορίζει, δηλαδή, ὡς γνώρισμα τῆς ἀδιάρρηκτης συμφωνίας, τοῦ πνευματικοῦ γάμου τόν ὁποῖο συνάπτει ὁ Γιαχβέ μέ τό λαό του.
Κανείς ἀπερίτμητος δέν μποροῦσε νά γιορτάσει τό Πάσχα, τή γιορτή πού ἀπαθανάτιζε τήν ἐκλογή καί σωτηρία πού χάρισε στόν ᾿Ισραήλ ὁ Γιαχβέ (῎Εξ 12,44-48). ῾Η περιτομή ἦταν δείκτης τῆς ἰδιοκτησίας τοῦ Γιαχβέ πάνω στόν περιτμημένο ἀλλά καί σημάδι τῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν του σέ μία κοινωνία, σ᾿ ἕνα λαό, τόν δικό του. Δέν ἦταν μία ἐθιμοτυπική, ἔστω ἁπλή θρησκευτική πράξη. ῏Ηταν πρωτίστως ὑπόθεση καρδιᾶς, δήλωση τῆς πίστης καί ἐκδήλωση τῆς ὑπακοῆς τοῦ πιστοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ Θεός ζητᾶ τήν «περιτομή» τῆς καρδιᾶς (᾿Ιε 4,4), τήν ἀπαλλαγή της ἀπό τή σκληρότητα. Κι ἐπειδή γνωρίζει ὁ Παντογνώστης ὅτι αὐτό δέν εἶναι εὔκολο γιά τόν ἄνθρωπο, παρηγορεῖ ἤδη ἀπό τήν παλαιοδιαθηκική ἐποχή τό λαό του· ῾Ο ἴδιος ὁ Θεός θά καθαρίσει τίς καρδιές τῶν πιστῶν του καί τῶν ἀπογόνων τους, γιά νά μποροῦν ν᾿ ἀγαποῦν τόν Κύριο «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας» (Δε 30, 6).
 
 
«᾿Αχειροποίητη περιτομή»
 
Μετά ἀπό ὅλη αὐτή τήν προϊστορία εἶναι πράγματι συγκλονιστικά καταπληκτικό τό γεγονός ὅτι καί αὐτός ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, πού ὡς ἄνθρωπος προῆλθε ἀπό τή γενιά τοῦ ᾿Αβραάμ, ὑποτάσσεται στή διάταξη τῆς περιτομῆς. Βρέφος ὀκταήμερο δέχεται στό ἄχραντο σῶμα του τήν περιτομή (Λκ 2,21), γιά νά ἀπαλλάξει ἀπό τήν ταλαιπωρία της ὅλους ἐμᾶς, πού μέ τό ἅγιο Βάπτισμα πολιτογραφόμαστε στή βασιλεία του καί ἀποτελοῦμε τόν νέο ᾿Ισραήλ, τήν ᾿Εκκλησία του.
«᾿Οδύνη καί ἕλκος (=πληγή)» ἦταν τά γνωρίσματα τῆς παλιᾶς περιτομῆς, λέει ὁ Μ. Βασίλειος, ἐνῶ τοῦ Βαπτίσματος ἡ προσφορά εἶναι «δρόσος ψυχῆς καί ἴαμα (=θεραπεία)» τοῦ ἕλκους τῆς καρδιᾶς. Καί γίνεται ἡ περιτομή τοῦ Χριστοῦ στοιχεῖο τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ· Καθώς ἐντάσσεται στήν ᾿Εκκλησία ὁ πιστός μέ τό μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, πού εἶναι ἡ «ἀχειροποίητη περιτομή» (Κλ 2,11), πετᾶ ἀπό πάνω του «τό σῶμα τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός», κάθε ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ καί κάθε ἀπαίτηση τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος. ᾿Ενστερνίζεται τό φρόνημα τοῦ σταυροῦ, γιά νά ζήσει στό ἑξῆς καί γιά πάντα μέ τόν Χριστό.
 
 
Τό δεύτερο σημάδι τοῦ Θεοῦ
 
Σ᾿ αὐτή τήν ἐν Χριστῷ ζωή ἔρχεται νά στηρίξει καί χειραγωγήσει τόν πιστό ἕνα δεύτερο θεόσδοτο «σημεῖον», πού εἶναι ἐπίσης στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ταυτότητας, ἡ ἀργία τῆς ἕβδομης ἡμέρας. ῎Εχει κι αὐτή τήν προϊστορία της στήν Παλαιά Διαθήκη. Μόλις ὁλοκλήρωσε τή δημιουργία τοῦ κόσμου ὁ Θεός «κατέπαυσε... ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ ὧν ἐποίησε» (Γε 2,2). Σταμάτησε τό δημιουργικό του ἔργο καί ἄρχισε τή σχέση κοινωνίας μέ τά πλάσματά του. Γι᾿ αὐτό τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν εὐλόγησε καί τήν ἁγίασε, τήν ξεχώρισε ἀπό τίς ἄλλες ἡμέρες καί τήν καθιέρωσε ὡς ἡμέρα λατρείας του (᾿Εξ 20,8-10).
«῾Ορᾶτε, καί τά σάββατά μου φυλάξεσθε· σημεῖόν ἐστι παρ᾿ ἐμοί καί ἐν ἐμοί εἰς τάς γενεάς ὑμῶν, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐγώ Κύριος ὁ ἁγιάζων ὑμᾶς» (᾿Εξ 31,13) παραγγέλλει ὁ Γιαχβέ. Τό Σάββατο, λέει, θά εἶναι τό σημάδι ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος πού σᾶς ἁγιάζει, μπαίνει στή ζωή σας καί γίνεται δικός σας.
 
 
Στήν καινή κτίση
 
῾Η περιτομή καί ἡ τήρηση τοῦ Σαββάτου εἶναι δύο αἰσθητά στοιχεῖα. Τό πρῶτο δείχνει ὅτι ὁ περιτμημένος ἀνήκει στόν Θεό, εἶναι δικός του· τό δεύτερο ὅτι ὁ Θεός ἀνήκει στόν πιστό, εἶναι δικός του.
Στήν καινή κτίση, τήν ᾿Εκκλησία, μετά ἀπό τό ριζοσπαστικό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἡ περιτομή γίνεται πνευματική. Εἶναι ἡ μυστική μετοχή τοῦ πιστοῦ στό σταυρό τοῦ Κυρίου μέ τήν ἀποκοπή τῶν παθῶν καί τήν ἀγάπη πρός τούς ἀδελφούς. Πρίν ἀπ᾿ αὐτό ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός καταργεῖ τό ἑβραϊκό Σάββατο καί μεταφέρει τόν ἁγιασμό στή «μία τῶν σαββάτων», τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδας, τήν Κυριακή. Τήν ἡμέρα πού ἀναστήθηκε ὁ Χριστός κι ἀνέστησε τήν ἀνθρώπινη φύση μας, τήν ἁγίασε καί τήν εὐλόγησε. Τήν ἀνέδειξε ἕνα καινούργιο σάββατο, πού ἀντικατέστησε τό παλιό καί πῆρε ὅλα τά γνωρίσματά του, ἐνῶ ἐπιπλέον ἀπέκτησε καινούργιες χάρες.
 
 
Τά δῶρα τῆς Κυριακῆς
 
Τό παλιό σάββατο ἀπαιτοῦσε θυσίες καί προσφορές στόν Θεό· τό καινούργιο μᾶς προσφέρει τή θυσία τοῦ Κυρίου καί μᾶς τρέφει μ᾿ αὐτήν. Πολύ πρίν καθιερώσει ἡ πολιτεία τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς, καθιερώθηκε καί θεσπίσθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο ὁ ἁγιασμός της. ῾Η ἐπίσκεψη τῆς Κυριακῆς κάθε ἑβδομάδα μέσα στόν ἡμερολογιακό μας χρόνο εἶναι ἐπίσκεψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Μᾶς πλησιάζει ὁ Κύριος τήν Κυριακή. Σπάει τούς γήινους φραγμούς κι ἀνοίγει γιά μᾶς τό δρόμο πρός τόν οὐρανό, τό δρόμο πού μᾶς φέρνει στή συντροφιά του.
Κι ἐνῶ φαίνεται ὅτι ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Θεός νά τοῦ δώσουμε μία ἡμέρα ἀφιερωμένη στή λατρεία του, στήν πραγματικότητα μᾶς δίνει τήν ἡμέρα τή σημαδεμένη μέ τ᾿ ὄνομά του. Γιά ἐκείνους πού ἐπάξια τήν τιμοῦν καί πνευματικά τήν ἀξιοποιοῦν, ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς γίνεται τό σημάδι πού τούς «σημειώνει» ὡς «σημεῖον Χριστοῦ» μέσα στόν κόσμο, ὡς ζύμη ἅγια μέσα στήν ἄγρια κοινωνία μας.
 
 
Κοινωνοί θείας φύσεως
 
῾Αγιασμός τῆς Κυριακῆς καί καθημερινή προσπάθεια γιά τήν κατάργηση τῆς δυναστείας τῶν παθῶν μέσα μας εἶναι δύο ἀνεξίτηλα «σημεῖα» τοῦ Κυρίου πάνω στήν κάθε ψυχή πού ἐξαγόρασε μέ τή λυτρωτική θυσία του. Εἶναι δύο ἀλληλένδετα στοιχεῖα τῆς ταυτότητας τοῦ χριστιανοῦ, γνωρίσματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς του, ἀλλά καί δύο ἀδιάψευστες ἀποδείξεις ὅτι ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μόνη δύναμη πού μπορεῖ νά ἀλλάξει τόν κόσμο μας καί νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τή φθορά.
῾Αγιασμένοι μέ τίς θεόσδοτες εὐλογίες τῆς Κυριακῆς καί μάλιστα μέ τήν ὑψηλότερη ἀπ᾿ αὐτές, τή μέθεξή μας στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου μέ τή θεία Μετάληψη, μπαίνουμε στόν ἀγώνα τῆς ἑβδομάδας. Καί πάλι, ἁγνισμένοι μέ τόν καθημερινό ἀγώνα γιά τήν περιτομή τῶν παθῶν μας, φτάνουμε στήν ἑπόμενη Κυριακή, ὅπου ἀνανεώνουμε τόν ἁγιασμό. ῎Ετσι ἁγιάζεται ὅλη ἡ ἑβδομάδα, γίνεται ἅγιος ὅλος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας. Γινόμαστε ἅγιοι, δηλαδή τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
 
Στέργιος Ν. Σάκκος