Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Ὁ θάνατος τοῦ θανάτου


῎Αν σέ προβληματίζει, ἀδελφέ μου, ὁ θάνατος, τότε μάθε ὅτι στόν Χριστό αὐτός δέν ἔχει καμία ἐξουσία πλέον. Κάποια στιγμή, βεβαίως, Τόν κατέλαβε, μά ἀκριβῶς πάνω σέ τούτη τήν κυριαρχία του πέθανε καί χάθηκε. Διότι ὁ Κύριος, καθώς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀκατάλυτη πηγή τῆς ζωῆς, τόν θανάτωσε.

Θάρρος, λοιπόν, ὅσο κι ἄν πονοῦμε! ῾Ο θάνατος θά πεθάνει καί γιά μᾶς. Κι ἄν μέ ρωτήσεις πότε θά γίνει αὐτό τό καταπληκτικό, ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι θά συμβεῖ στό τέλος τῶν αἰώνων, ὅταν θά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί. Τοῦτο τό πιστεύουμε ἀκράδαντα χωρίς τήν παραμικρή ἀμφιβολία. Διότι, ὅπως λέει ἡ Γραφή, «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται», ἐνῶ ἀμέσως προσθέτει ἐκεῖνο πού ἴσως σέ φοβίζει· «ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». ᾿Από τό συγκεκριμένο χωρίο συμπεραίνουμε ἀκόμη ὅτι ὁ θάνατος θά καταργηθεῖ βεβαίως σέ μᾶς, θά ὑπερισχύσει ὅμως στούς κατάκριτους. Κι ὅπου ὁ θάνατος δέν θά δεῖ θάνατο, θά κυριαρχεῖ αἰώνια, ἀφοῦ, ὅπως ξέρουμε, ἡ κόλαση εἶναι αἰώνια. ῞Ομως γιά μᾶς τούς πιστούς ἡ ἐξουσία του θά τερματιστεῖ ὁριστικά.

Ξέρω τώρα ὅτι, μετά ἀπ᾿ ὅσα σᾶς εἶπα, θέλετε νά μάθετε τό πῶς θά πραγματοποιηθοῦν ὅλα αὐτά. Δέν θά σᾶς ἐξηγήσω ἐγώ, ἀλλά ἐκεῖνοι πού ἤδη πανηγυρίζουν τούτη τήν ἐπαγγελία. ῎Ετσι θά κατέχετε στέρεα
αὐτό πού συλλογίζεσθε, πού τραγουδᾶτε μέ τήν καρδιά σας, πού ἐλπίζετε ὁλόψυχα καί κυνηγᾶτε νά ἐπιτύχετε μέ τήν πίστη καί τά καλά σας ἔργα. Νά, λοιπόν, τί παιανίζουν κάποιοι γιά τό θάνατο τοῦ θανάτου, τόν ὁποῖο θά γευθοῦμε κι ἐμεῖς ὅπως ὁ ἀρχηγός μας. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Δεῖ γάρ τό φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καί τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν... τότε γενήσεται ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος· κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος» (Α' Κο 15,53-54). Γιά τίς ὑπάρξεις μας, λοιπόν, ὁ θάνατος θά πάψει κάποτε. Αὐτό σημαίνει ὅτι «κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος». Θά καταποθεῖ, ὥστε νά μή φαίνεται. Καί τί σημαίνει ὅτι δέν θά φαίνεται; ῞Οτι δέν θά ὑπάρχει πουθενά οὔτε στήν ψυχή οὔτε στό σῶμα μας. «Κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος»!

Εἶναι, συνεπῶς, ἀπολύτως εὔλογη ἡ εὐφροσύνη πού αἰσθάνονται ὅσοι ἀναπέμπουν τούτους τούς θριάμβους. Καί ὁ ἀπόστολος συνεχίζει στόν ἴδιο τόνο· «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδη, τό νῖκος;». Ποῦ πῆγε τό καύχημά σου ὅτι κατέλαβες, κατέκτησες, νίκησες καί κατακύρωσες στόν ἑαυτό σου τά λάφυρα, φόνευσες καί σκότωσες; «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ᾅδη, τό νῖκος;». Δέν τόν συνέτριψε ὁ Κύριός μου; ῏Ω θάνατε, ὅταν ὁ Κύριός μου σ᾿ ἐξολόθρευσε καί σέ λαφυραγώγησε μέ τό σταυρό καί τήν ἀνάστασή του, τότε πέθανες καί γιά μένα. Μέ τήν ἴδια σωτηρία ἀπό τήν
ὥρα ἐκείνη καί στό ἑξῆς «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται».

῎Ας ξεφύγουμε, ἀδελφοί μου, ἀπό τήν καταδίκη κι ἄς ἔχουμε τήν ἀγάπη καί τήν ἐλπίδα μας στήν αἰώνια αὐτή σωτηρία!

ἱ. Αὐγουστίνου, Λόγος 233,
Στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ κατά Λουκᾶν
.

(᾿Απόδοση Εὐάγγελος Δάκας)