Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Τό δῶρο τοῦ Πάσχα
 
  
Τό νόημα τῆς γιορτῆς τοῦ Πάσχα, τή σημασία της γιά τήν ἀνθρωπότητα καί τήν προσφορά της στόν καθένα, πού μέ τήν πίστη καί τή ζωή του ἀποδέχεται τήν ἀνάσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, περιγράφει καίρια καί δυνατά ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέσα σέ τρεῖς στίχους τῆς Α´ πρός Κορινθίους ᾿Επιστολῆς (5,6-9). Τούς ἀκοῦμε στή σύντομη ἀποστολική περικοπή πού διαβάζεται μετά τήν περιφορά τοῦ ᾿Επιταφίου, τό βράδυ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς.
Κάτοχος τῆς ἱστορίας τοῦ παλαιοῦ ᾿Ισραήλ ὁ ἀπόστολος, καί ἐπιφορτισμένος μέ τήν εὐθύνη τῆς σταθερότητας καί καλλιέργειας τοῦ νέου ᾿Ισραήλ, τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀνατρέχει στό παλιό πάσχα, ἐκεῖνο πού γιόρτασαν οἱ ᾿Ισραηλίτες, ὅταν ἔφευγαν ἀπό τή μακροχρόνια σκλαβιά τῆς Αἰγύπτου. Τότε, κατ᾿ ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, ἔφαγαν τόν πασχάλιο ἀμνό, ἕνα ἀρνί πού ψήθηκε χωρίς νά σπάσουν οὔτε ἕνα του κόκκαλο, καί συμβόλιζε τόν «ἀμνόν τοῦ Θεοῦ τόν αἴροντα τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», δηλαδή τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Μαζί μέ τόν ἀμνό ἔφαγαν πικρά χόρτα, σύμβολο τῆς πικρίας πού τούς πότισε ἡ Αἴγυπτος, καί ἄζυμο ἄρτο, πού συμβόλιζε τήν καινούργια ζωή, τήν ὁποία ἄρχιζαν ἐλεύθεροι πλέον. Περνώντας ἀπό τή γῆ τῆς δουλείας στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, δέν ἔπρεπε νά πάρουν τίποτε ἀπό ἐκεῖνα πού γνώρισαν στήν εἰδωλολατρική Αἴγυπτο.
Προσαρμόζοντας τήν παλιά ἱστορία, τόν τύπο, στή νέα πραγματικότητα τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς καινῆς κτίσεως, ὁ ἀπόστολος προτρέπει τούς χριστιανούς ὅλου τοῦ κόσμου καί ὅλων τῶν αἰώνων· «ἐκκαθάρατε οὖν τήν παλαιάν ζύμην, ἵνα ἦτε νέον φύραμα, καθώς ἐστε ἄζυμοι». ᾿Απαλλαγμένοι ἀπό τήν παλιά ζύμη τῆς ἁμαρτίας εἶναι τώρα «ἄζυμοι», καθαροί. ῎Ηδη μέ τό Βάπτισμα καί τήν ἔνταξή τους στήν «καινή κτίση» τῆς ᾿Εκκλησίας ἔχουν γίνει «καινοί», καινούργιοι ἄνθρωποι, «νέο φύραμα». ᾿Αλλά δέν ἀρκεῖ αὐτό. ᾿Οφείλουν νά διατηροῦν ἀκατάπαυστα αὐτή τήν «καινότητα», νά ἀνανεώνουν συνεχῶς τόν ἔσω ἄνθρωπο, νά καλλιεργοῦνται καί νά καταρτίζονται, ὥστε νά παραμένουν ἀνεπηρέαστοι καί ἀμόλυντοι ἀπό τήν παλιά ζύμη τῆς ἁμαρτίας.
῾Η δύναμη πού θά ἀνανεώνει διαρκῶς τό «νέο φύραμα» τῶν πιστῶν εἶναι ἡ σταυρική θυσία καί ἡ ἀνάσταση τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι τό δικό μας Πάσχα, πού μᾶς λυτρώνει ἀπό τό καθεστώς τῆς ἁμαρτίας καί μᾶς πολιτογραφεῖ στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Κάτι περισσότερο· εἶναι ὁ ἴδιος ὁ πασχάλιος ἀμνός, ὅπως τόν εἶδαν οἱ προφῆτες ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων μέχρι τόν σύγχρονό του προφήτη καί πρόδρομο καί βαπτιστή ᾿Ιωάννη, ὁ ὁποῖος τόν ἔδειξε στούς μαθητές του ἀναφωνώντας· «ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ!» (᾿Ιω 1,29.37).
Νά τό δικό μας Πάσχα! Εἶναι ὁ Χριστός, πού ἑκούσια παραδόθηκε στό θάνατο γιά τή σωτηρία μας. Καί καθιστᾶ γεγονός χειροπιαστό ἀνά τούς αἰῶνες αὐτή τήν προσφορά του, καθώς γίνεται ἡ θεία τροφή, πού τρέφει τούς δικούς του καί τούς κρατᾶ στήν πνευματική ζωή. Γι᾿ αὐτό ἡ ᾿Εκκλησία μᾶς καλεῖ ὅλους νά συμμετέχουμε στό θεῖο τραπέζι, στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅπου «ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες· ὁ μόσχος πολύς», ὅπως ἀκοῦμε στόν κατηχητικό λόγο τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου τή νύχτα τῆς ᾿Αναστάσεως στό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας. ᾿Εκεῖ, στό ἅγιο Ποτήριο τῆς ζωῆς, στή μέθεξη τοῦ Θεοῦ, ἐπικεντρώνεται ἡ οὐσία τοῦ Πάσχα. Αὐτή εἶναι ἡ «τοῦ παντός χαρά καί τιμή καί τροφή καί τρυφή», ὁμολογεῖ ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. Καί φυσικά, δέν μπορεῖ κανείς νά νιώσει γιορτή χωρίς θεία Κοινωνία. ῞Ολα τά ἄλλα δῶρα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, ἡ ὑλική εὐωχία καί ἡ κοσμική φαντασία εἶναι ἁπλός -καί ὄχι σπάνια περιττός- διάκοσμος.
Τό οὐσιαστικό δῶρο τοῦ Πάσχα εἶναι ἡ παρουσία τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, ἡ κοινωνία τῶν πιστῶν μαζί του. Κι ὅλη τήν ἑβδομάδα μετά τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα, τή Διακαινήσιμη, πού στή λειτουργική πράξη θεωρεῖται ὡς μία ἡμέρα, ἀλλά καί κάθε Κυριακή, πού εἶναι ἕνα μικρό Πάσχα, καί σέ κάθε θεία Λειτουργία αὐτή τήν τρυφή ἀπολαμβάνουμε. ῎Ετσι τό Πάσχα καί ἡ γιορτή ἁπλώνονται σ᾿ ὅλο τόν κύκλο τοῦ χρόνου. ῞Ολη ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ γίνεται μιά Πασχαλιά μέ τή συνειδητή συμμετοχή του στά μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς καινῆς κτίσεως. Πόσο ὄμορφα καί σοφά τό ἐκφράζει ὁ ποιητής μας Γ. Βερίτης·
Πάσχα θά κάνω πάλι σήμερα
κι εἶν᾿ ἡ λαχτάρα μου μεγάλη.
Πάσχα θά κάνω πάλι σήμερα
γιατί θά κοινωνήσω πάλι!
῎Ετσι ἀνακαινίζεται, ἀνανεώνεται ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, τό «νέο φύραμα» καί προάγεται στήν καινή ζωή, τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἀμίαντο καί ἀπρόσβλητο ἀπό τή φθορά τῆς ἁμαρτίας. «῾Εορτάζωμεν μή ἐν ζύμῃ παλαιᾷ, μηδέ ἐν ζύμῃ κακίας καί πονηρίας, ἀλλ᾿ ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καί ἀληθείας», συνιστᾶ ὁ ἀπόστολος. ᾿Ενισχυμένοι ἀπό τό ζωηφόρο μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας οἱ πιστοί ζοῦν μακριά ἀπό κάθε «ζύμη κακίας καί πονηρίας», ἀσυμβίβαστοι μέ κάθε πάθος πού μολύνει τήν ψυχή κι ἀνυποχώρητοι σέ κάθε ἐνεργοποίηση τοῦ ἐσωτερικοῦ πάθους. ᾿Αλλά ἡ νέα ζωή τοῦ πιστοῦ δέν περιορίζεται στήν ἄρνηση τοῦ κακοῦ· ὁλοκληρώνεται μέ τήν ἀποδοχή τοῦ καλοῦ. Αὐτό σημαίνει ὁ ἀποστολικός λόγος «ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καί ἀληθείας». ῾Η ἀλήθεια ἀφορᾶ στή σχέση μας μέ τόν Θεό, στό δόγμα· ἡ εἰλικρίνεια χαρακτηρίζει τή σχέση μέ τόν συνάνθρωπο, γενικά τή βιοτή. Μέ ἄλλα λόγια, τό Πάσχα ἐπηρεάζει οὐσιαστικά ὅλη τή ζωή τοῦ πιστοῦ καί καθορίζει τήν κοσμοθεωρία καί τή βιοθεωρία του· τοῦ ὑπαγορεύει μιά νέα ζωή, ἡ ὁποία καθορίζεται ἀπό τό ὀρθό δόγμα καί τήν ἁγία βιοτή, ἀπό τήν ὀρθοδοξία συνταιριασμένη μέ τήν ὀρθοπραξία.
Στό ἅγιο Δισκοπότηρο συναντοῦμε τόν ἀναστημένο Χριστό. Μ᾿ αὐτή τήν ἐμπειρία ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής κρατᾶ ὡς «ἄγκυρα ἐλπίδος» τή θεία καί φίλη καί γλυκύτατη διαβεβαίωση τοῦ ᾿Ιησοῦ· «μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας» (Μθ 28,20). Τήν πρακτική βίωση αὐτῆς τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ ἀναστημένου Κυρίου ἀποδίδει λυρικότατα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· «αὕτη ἡ θέα πάσης ἁμαρτίας ἐστίν ἀναίρεσις, πονηροῦ παντός πάθους ἐστί καθαίρεσις, παντός κακοῦ ἐστίν ἀλλοίωσις· αὕτη ἡ θέα πάσης ἀρετῆς ὑπάρχει ποιητική, καθαρότητος καί ἀπαθείας γεννητική, ζωῆς αἰωνίου καί βασιλείας ἀπεράντου παρεκτική». Αὐτό εἶναι τό μεγάλο δῶρο τοῦ Πάσχα, προσαρμοσμένο βέβαια στήν παροῦσα πραγματικότητα. Μία πρόγευση καί προκαταβολή τῆς αἰώνιας δόξας πού μᾶς περιμένει στήν αἰωνιότητα, στό «ἐκτυπώτερον» Πάσχα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
 
 
Στέργιος Ν. Σάκκος

Κυριακή 24 Απριλίου 2011

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΣ


ΠΡΟΛΟΓΟΣ
       Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος  ο Τροπαιοφόρος ανήκει στη χορεία των μεγαλομαρτύρων και είναι από τους λαοφιλεστέρους Αγίους της Εκκλησίας μας. Έζησε κατά τα τέλη του 3ου αιώνος μ.Χ. και τας αρχάς του 4ου επί της βασιλείας του Διοκλητιανού.
       Η εποχή του υπήρξε εποχή σκληρών διωγμών και εξοντωτικών κατά της Χριστιανικής Πίστεως. Ο Γεώργιος είχε μεγάλο αξίωμα. ήτο κόμης και διακρινόταν σ' όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την γενναιότητά του και την ανδρεία του.
       Παρ' όλη τη δόξα όμως και τις τιμές δεν αρνήθηκε να θυσιάση τα πάντα και να ομολογήση με παρρησία ενώπιον του αυτοκράτορος και πολλών αρχόντων την χριστιανική του πίστιν. Υπέμεινε βασανιστήρια πολλά και φρικτά που στο τέλος τον ανέδειξαν Μεγαλομάρτυρα.
       Πολλά είναι τα θαύματα του Αγίου Γεωργίου. Όχι μόνον αυτά που αναφέρονται στο μικρό αυτό φυλλάδιο, αλλά και πολλά άλλα που πάντοτε και σήμερα εκτελεί σ' όσους προσφεύγουν με πίστι στις πρεσβείες του. Πολλοί ναοί τιμώνται επ' ονόματι του Αγίου Γεωργίου, δείγμα κι' αυτό της αγάπης του λαού προς τον Άγιον, και πολλοί φέρουν το όνομά του. Δείγμα τιμής από μέρους μας προς τον Άγιον, αγαπητέ αναγνώστα, είναι βέβαια και ο εορτασμός της μνήμης του και αι πανηγύρεις, αλλά πιο μεγάλο δείγμα τιμής είναι η μίμησις της αγίας ζωής του, γιατί «τιμή μάρτυρος» είναι η «μίμησις μάρτυρος». Μίμησις της oμολογίας, της μαρτυρικής, της αγίας ζωής του.

Ομολογητής ο κόμης Γεώργιος
       Ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στην Καππαδοκία από ευσεβείς γονείς, και έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικίαν δέκα ετών. Η μητέρα του τον έφερε μαζί της στην Παλαιστίνη όπου ήταν η Πατρίδα της και είχε και τα κτήματά της. Ο Γεώργιος καίτοι νεαρός κατατάχθηκε στο στρατό, όπου μάλιστα προήχθη σε μεγάλα αξιώματα, ώστε να παίρνη μέρος και στις συνελεύσεις των ανωτάτων αξιωματούχων του Κράτους. Ο Διοκλητιανός τον εκτιμούσε πολύ.
      
Από την εποχή του αυτοκράτορος Δεκίου μέχρι την εποχή που ανέλαβε τον θρόνον ο Διοκλητιανός, το 284 μ. Χ., η Χριστιανική Εκκλησία επειδή είχεν ειρήνη αυξήθηκε πάρα πολύ. Οι Χριστιανοί είχαν πάρει πολλές δημόσιες θέσεις, είχαν κτίσει πολλούς και μεγάλους ναούς, είχαν κτίσει σχολεία και είχαν οργανώσει και την διοίκηση και την διαχείρισι των εκκλησιών και της Φιλανθρωπίας.
      
Ο Διοκλητιανός όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του εργάσθηκε στην αρχή για την οργάνωσι του αχανούς Κράτους του. Προσέλαβε στρατηγούς ως βοηθούς του και τους ωνόμασε αυτοκράτορας και Καίσαρας και αφού επέτυχε να υποτάξη τους εχθρούς του Κράτους του, και να σταθεροποιήση τα σύνορά του, στράφηκε στα εσωτερικά ζητήματα. Δυστυχώς στράφηκε εναντίον της Χριστιανικής θρησκείας για ν' ανορθώση την ειδωλολατρίαν και θεοποιήση την ιδέα του αυτοκράτορος. Γι΄ αυτό λοιπόν τον λόγον εκάλεσε τους βοηθούς του Καίσαρα το 303 μ. Χ. και τους στρατηγούς στην πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους σε τρεις γενικές συγκεντρώσεις. Μεταξύ τους βρισκόταν και ο Γεώργιος που διακρίθηκε πολλές φορές στους πολέμους.
     
Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι, για να πάρουν αποφάσεις για την εξόντωσι και τον αφανισμό της χριστιανικής πίστεως. Πρώτος εμίλησε ο Διοκλητιανός και επέβαλε σ' όλους ν' αναλάβουν τον εξοντωτικό αγώνα εναντίον του Χριστιανισμού. Όλοι υποσχέθηκαν ότι θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια, για να εξαλείψουν την Χριστιανική θρησκεία από το Ρωμαϊκό Κράτος. Τότε ο γενναίος Γεώργιος στάθηκε στον μέσον του συνεδρίου και είπε: Γιατί, βασιλεύ και άρχοντες, θέλετε να χύσετε αίμα δίκαιον και άγιον και να εξαναγκάσετε τους χριστιανούς να προσκυνούν και να λατρεύουν τα είδωλα; Και διεκήρυξε την αλήθεια της Χριστιανικής θρησκείας και την Θεότητα του Χριστού.
      
Μόλις ετελείωσε, συγχύσθηκαν όλοι με την ομολογία του αυτή, και προσπάθησαν να τον πείσουν να μετανοήση για όσα είπε για να καταπραϋνθή και ο Διοκλητιανός. Αλλά ο Γεώργιος ήταν σταθερός και με θάρρος διεκήρυττε την χριστιανικήν πίστιν του.
 
Στη φυλακή. Βασανιστήρια
        Ωργισμένος ο Διοκλητιανός διέταξη να τον κλείσουν στην φυλακή και να του περισφίξουν τα πόδια του στο ξύλο και πάνω στο στήθος του να του βάλουν μεγάλη και βαρειά πέτρα, αφού τον ξαπλώσουν ανάσκελα.
      
Το άλλο πρωί ο Διοκλητιανός διέταξε να του παρουσιάσουν τον Γεώργιον, για να τον ανακρίνη. Και πάλιν ο Γεώργιος έμεινε ακλόνητος στην ομολογία του, και παρ' όλες τις κολακείες και τις υποσχέσεις που του έδωσε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, διεκήρυττε την πίστι του και μιλούσε για τους ουράνιους θησαυρούς. Τότε, αφού ωργίσθηκε ο Διοκλητιανός, διέταξε τους δημίους να δέσουν τον Άγιον σ' ένα μεγάλον τροχόν για να κομματιασθή το σώμα του. Μάλιστα ειρωνεύθηκε την ανδρεία του Αγ. και τον κάλεσε να προσκυνήση τα είδωλα. Ο Άγιος Γεώργιος ευχαρίστησε τον Θεόν που τον αξίωνε να δοκιμασθή και δέχθηκε με ευχαρίστησι να υποστή το φοβερό αυτό μαρτύριο, με το οποίον θα κομματιαζόταν σε μικρά και λεπτά κομμάτια ολόκληρο το σώμα του, επειδή γύρω - γύρω από τον τροχόν υπήρχαν μπηγμένα κοφτερά σίδερα, που έμοιαζαν με μαχαίρια. Πράγματι μόλις ο τροχός κινήθηκε, τα κοφτερά σίδερα άρχισαν να κόβουν το σώμα του. Τότε ακούσθηκε μια φωνή από τον ουρανόν που έλεγε: «Μη φοβάσαι Γεώργιε, γιατί εγώ είμαι μαζί σου» και αμέσως ένας άγγελος ελευθέρωσε τον άγιον, αφού τον έλυσε από τον τροχόν και θεράπευσε όλο το καταπληγωμένο σώμα του.
      
Ο Γεώργιος αφού απέκτησε το θαυμάσιο παράστημά του και με αγγελικήν όψι παρουσιάστηκε στο Διοκλητιανό που με άλλους είχε πάει να κάνη θυσία. Μόλις τον είδαν, έμειναν όλοι έκθαμβοι και απορημένοι. Μάλιστα μερικοί ισχυρίζοντο ότι είναι κάποιος που του μοιάζει, και άλλοι ότι είναι φάντασμα. Όπως εσχολίαζαν το γεγονός εμφανίσθηκαν μπροστά στο βασιλιά δύο από τους αξιωματικούς του, ο Πρωτολεών και ο Ανατόλιος με χίλιους στρατιώτες και ωμολόγησαν την πίστι τους στον Χριστό. Ο Διοκλητιανός θύμωσε τόσο που έγινε έξαλλος και διέταξε να τους σκοτώσουν, πράγμα που έγινε.
      
Έπειτα διέταξε να γεμίσουν αμέσως ένα λάκκον με ασβέστη και νερό και να ρίξουν μέσα τον Γεώργιον και να τον αφήσουν τρεις ημέρες και τρεις νύκτες, έτσι που να διαλυθούν και αυτά τα κόκκαλά του.
      
Οι δήμιοι πράγματι έρριξαν τον Άγιο στο ζεματιστό ασβέστη και έκλεισαν και το στόμιο του λάκκου. Ύστερα από τρεις ημέρες ο Διοκλητιανός έστειλε στρατιώτες ν' ανοίξουν τον λάκκο, οπότε βρήκαν τον Άγιον Γεώργιον όρθιον μέσα στον ασβέστη και προσευχόταν. Το γεγονός εντυπωσίασε και προκάλεσε θαυμασμό και ενθουσιασμό στο λαό που εφώναζε ότι «ο Θεός του Γεωργίου είναι Μεγάλος». Και ο Διοκλητιανός ζήτησε εξηγήσεις από τον Γεώργιον, πού έμαθε τις μαντικές τέχνες και πώς τις χρησιμοποιεί. Ο Γεώργιος τότε του απάντησε ότι ήταν τα γεγονότα αποτελέσματα της Θείας Χάριτος και Δυνάμεως και όχι έργα μαγείας και γοητείας.
      
Ο Διοκλητιανός ωργισμένος διέταξε να του φορέσουν πυρακτωμένα παπούτσια με σιδερένια καρφιά και να τον εξαναγκάζουν να περιπατή. Και ο άγιος προσευχόταν και περιπατούσε χωρίς να πάθη τίποτα. Πάλιν διέταξε να τον φυλακίσουν και σκέφθηκε να συγκαλέση τους άρχοντες, για να συσκεφθούν τι έπρεπε να κάμουν στον Γεώργιον. Και αφού τον έδειραν τόσον πολύ με μαστίγια και κατεπλήγωσαν ολόκληρο το σώμα του αγίου, τον παρουσίασαν στον Διοκλητιανό, ο οποίος έμεινε έκπληκτος βλέποντας τον Γεώργιον να λάμπη σαν Άγγελος. Σκέφθηκε λοιπόν, ότι αυτό το φαινόμενο γίνεται με τις μαγείες. Γι' αυτό κάλεσε τον μάγον Αθανάσιον, για να λύση τα μάγια του Γεωργίου.
 
Μένει αβλαβής απ' το δηλητήριον
       Ήλθε πράγματι ο μάγος Αθανάσιος και κρατούσε στα χέρια του δυο πήλινα αγγεία, στα οποία υπήρχε δηλητήριον. Μάλιστα στο πρώτον υπήρχε το δηλητήριον που αν το έπινε κανείς θα τρελαινόταν και στο δεύτερο, τέτοιο, ώστε πίνοντάς το να πεθάνη.
      
Πράγματι ωδήγησαν τον άγιο στο Διοκλητιανό και στον μάγο Αθανάσιον. Ο βασιλεύς διέταξε να του δώσουν να πιη το πρώτον δηλητήριον. Και ο άγιος χωρίς δισταγμό ήπιε το δηλητήριον του πρώτου δοχείου αφού προηγουμένως προσευχήθηκε λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο ειπών καν θανάσιμόν τε πίωσιν ου μη αυτούς βλάψη θαυμάστωσον νυν τα ελέη σου». Και δεν έπαθε τίποτα απολύτως.
      
Μόλις είδαν ότι δεν έπαθε τίποτα, ο βασιλεύς διέταξε να του δώση ο μάγος και το δεύτερον το θανάσιμον. Το ήπιε και αυτό χωρίς να πάθη το παραμικρό. Τότε όλοι έμειναν έκπληκτοι μόλις είδαν το θαύμα αυτό. Ο Διοκλητιανός εξακολουθούσε να επιμένη ότι για να μην πεθάνη ο Γεώργιος είχε δικά του μάγια. Ο μάγος Αθανάσιος που ήξερε πόσο δραστικά ήταν τα δηλητήρια που έδωσε στον Άγιο Γεώργιο αφού εγονάτισε μπροστά στον μάρτυρα ωμολόγησε την Πίστιν του στον Αληθινόν Θεόν. Τότε ο Διοκλητιανός διέταξε και εφόνευσαν τον Αθανάσιον αμέσως. Εκείνη την στιγμή έφθασε και η γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδρα, η οποία ωμολόγησε την πίστιν της στον Αληθινόν Θεόν. Και ο σκληρός και άκαρδος Διοκλητιανός διέταξε να την φυλακίσουν και την επομένην να της κόψουν το κεφάλι. Η Αλεξάνδρα ενώ προσευχόταν στην φυλακή παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.
 
Μαρτυρικόν τέλος του Μεγαλομάρτυρος
       Ο άγιος Γεώργιος κλείσθηκε στην φυλακή και την νύκτα είδε στο όνειρό του τον Χριστόν, ο οποίος του ανήγγειλε ότι θα πάρη τον στέφανον του μαρτυρίου και θα αξιωθή της αιωνίου ζωής. Σαν εξημέρωσε διατάχθηκαν οι στρατιώτες να παρουσιάσουν μπροστά του τον άγιον. Πράγματι ο Άγιος Γεώργιος εβάδιζε γεμάτος χαρά προς τον βασιλέα, επειδή προγνώριζε ότι έφθασε το τέλος του. Μόλις λοιπόν τον αντίκρυσε ο Διοκλητιανός του πρότεινε να πάνε στο ναό του Απόλλωνος για να θυσιάση στο είδωλόν του. Αφού μπήκε ο Γεώργιος στο ναό εσήκωσε το χέρι του και αφού έκανε το σημείο του σταυρού διέταξε το είδωλον να πέση. Αμέσως το είδωλον έπεσε και κομματιάσθηκε.
      
Ο ιερέας των ειδώλων και ο λαός τόσον πολύ εθύμωσαν που φώναζαν στον Βασιλέα να θανατώση τον Γεώργιον. Ο Διοκλητιανός εξέδωκε τότε διαταγήν, και ο δήμιος του απέκοψε την κεφαλήν.
 
Τα θαύματα του Αγίου μετά το μαρτύριον
 
1) Το θαύμα της μεταφοράς της κολώνας
       Μια γυναίκα αγόρασε μια κολώνα και δεν μπορούσε να τη στείλη στην Ρώμη που κτιζόταν εκεί μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Είδε λοιπόν στο όνειρό της τον Άγιον ο οποίος μαζί της εσήκωσε την κολώνα και την έρριξαν στη θάλασσα. Η κολώνα βρέθηκε στη Ρώμη με μια επιγραφή, να τεθή στο δεξί μέρος της εκκλησίας.

2) Σωτηρία του αιχμαλώτου στρατιώτου
       Στην Παφλαγονίαν του Πόντου τιμούσαν πολύ τον Άγιον και μάλιστα είχαν κτισθή προς τιμήν του πολλοί ναοί. Όλοι ετιμούσαν τον Άγιον τόσο ώστε κάθε οικογένεια να ονομάζη ένα από τα άρρενα παιδιά της Γεώργιον. Αυτό συνέβη και σε μια καλή και ευσεβή οικογένειαν. Εμεγάλωσε το παιδί της το οποίον ήταν φρόνιμο, ηθικό, συνετό και σε ηλικία είκοσι χρονών το κάλεσαν στον στρατόν. Στις μάχες που έγιναν εναντίον των βαρβάρων πολλοί χριστιανοί έπεσαν σε ενέδρα των βαρβάρων, μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Γεώργιος, και άλλους κατέσφαξαν, άλλους εκράτησαν ως υπηρέτας και άλλους επώλησαν ως δούλους. Ο Γεώργιος έγινε υπηρέτης κάποιου αξιωματικού, ο οποίος τον εξετίμησε πολύ.
      
Οι γονείς του Γεωργίου για ένα ολόκληρο χρόνο επενθούσαν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι για το χαμένο τους παιδί. Καθημερινά επήγαιναν στην εκκλησίαν και γονατιστοί παρακαλούσαν με θερμή πίστι τον θεόν να τους φανερώση τι απέγινε ο αγαπημένος τους υιός.
      
Και ο Γεώργιος από την εξορίαν του προσευχόταν στον Θεό να τον απαλλάξη από την σκλαβιά και να τον αξιώση να συναντηθή με τους αγαπημένους του γονείς. Επέρασε λοιπόν ένας χρόνος από τότε που εξαφανίσθηκε. Έφθασε μάλιστα και η γιορτή του Αγ. Γεωργίου, και οι γονείς που πάντα είχαν την ελπίδα ότι ο υιός τους ζη εκάλεσαν τους συγγενείς τους για δείπνον.
      
Ο αξιωματικός αφέντης του Γεωργίου εζήτησε πριν από τον δείπνον να του πλύνη τα πόδια και γι' αυτό ο Γεώργιος εζέσταινε νερό. Ολόκληρη την ημέρα ο Γεώργιος έκλαιγε και παρακαλούσε τον Άγ. Γεώργιον που γιόρταζε, να τον ελευθερώση και να τον οδηγήση κοντά στους γονείς του. Μόλις το νερό έβρασε και το έβαλε στην στάμνα και το ετοίμασε για τον κύριόν του, εμφανίσθηκε μπροστά του ο Άγ. Γεώργιος έφιππος σ' ένα άσπρο άλογο και ανέβασε τον νέον στο άλογο και αμέσως τον έφερε στο σπίτι του την ώρα που ευρίσκοντο όλοι οι καλεσμένοι στο τραπέζει. Έμειναν όλοι έκθαμβοι και όταν συνήλθαν ερωτούσαν τον Γεώργιον να τους πη πως βρέθηκε εκεί. Και εκείνος τους αφηγήθηκε το θαύμα με κάθε λεπτομέρεια. Και όλοι γεμάτοι χαρά, εδόξαζαν τον Θεόν και τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον.
      
Υπάρχει και Βυζαντινή παράστασις του θαύματος αυτού, που έχει τον Άγιον στο άλογο και ένα νέον που κρατά την αργυράν στάμναν.

3) 
Το θαύμα της επιστροφής του υιού της χήρας
Ένα παρόμοιον θαύμα με το προηγούμενον είναι και αυτό με τον υιόν της χήρας.
       Εις την Μυτιλήνην ήλθαν πειρατές από την Κρήτην για να κλέψουν, λεηλατήσουν και αιχμαλωτίσουν όσον το δυνατόν περισσότερους ημπορούσαν. Εσκέφθησαν να κάνουν την επιδρομή τους την ημέρα της γιορτής του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου που όλοι θα ευρίσκονταν στην εκκλησία συγκεντρωμένοι. Πράγματι οι κουρσάροι έκαναν την επίθεσίν τους και μεταξύ των αιχμαλωτισθέντων ήταν και ένας ωραιότατος νέος, ο υιός μιας πλουσίας χήρας.
      
Οι κουρσάροι τον εχάρισαν στον Αμμούν της Κρήτης ο οποίος τον έβαλε υπηρέτην της τραπέζης του.
      
Η μάνα του από τη στιγμή που χάθηκε ο γυιός της έκλαιγε και παρακαλούσε τον Θεόν και τον Άγ. Γεώργιον να της φανερώση το χαμένο της παιδί. Ο μεγαλομάρτυς Γεώργιος δεν εβράδυνε να εκπληρώση τον πόθον της πονεμένης εκείνης μάνας. Και ενώ ετοιμαζόταν ο νέος να προσφέρη στον Αμιράν κρασί, τον άρπαξε ο Άγ. Γεώργιος και τον μετέφερε στην μάνα του. Και οι δύο δεν επίστευαν στα μάτια τους για το συμβάν και όταν συνήλθαν εδόξαζαν τον Θεόν και τον Άγιον για τον παράξενον τρόπον της απελευθερώσεως.

4) Το θαύμα της ευεργεσίας του Αγίου προς το ευσεβές παιδί και η τιμωρία των ασεβών
       Στην Παφλαγονία υπήρχε ένας μεγάλος Ναός προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου, και στην πλατεία του ναού τα παιδιά έπαιζαν διάφορα παιγνίδια. Ένα από τα παιδιά αυτά δεν μπορούσε να νικήση σε κανένα από τα πολλά αγωνίσματα γι' αυτό το ειρωνεύονταν και το περιγελούσαν. Τότε στράφηκε προς την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και τον παρεκάλεσε να τον βοηθήση να νικήση και υποσχέθηκε ότι θα του πρόσφερε ένα σφουγγάτον, δηλαδή φαγητό από αυγά τηγανισμένα με κρεμμύδια και μυρωδικά.
      
Μόλις έκανε το τάξιμο άρχισε να παλαίη με άλλα παιδιά τα οποία και ενίκησε. Αμέσως επήγε στο σπίτι του μόνος του έφτειαξε το σφουγγάτον και το έβαλε μπροστά στην εικόνα του Αγίου. Ύστερα από λίγη ώρα έφθασαν εκεί τρεις νέοι για να προσκυνήσουν και μόλις είδαν το σφουγγάτον σκέφθηκαν να το φάνε. Και είπαν μεταξύ τους: «Ο Άγιος τί τα θέλει αυτά; Μήπως πρόκειται να τα φάη;». Εκάθισαν λοιπόν και έφαγαν το σφουγγάτον στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Όταν θέλησαν να φύγουν δεν ημπορούσαν να σηκωθούν, διότι είχαν κολλήσει στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Έκαμαν τότε φτηνά τάματα στον Άγιον για να ξεκολλήσουν αλλά τίποτα. Όταν έκαμαν ακριβό τάμα, ήτοι να δώση ο καθένας από ένα φλωρί, τότε μόνο μπόρεσαν να ξεκολλήσουν και ν' απελευθερωθούν. Μόλις λοιπόν βγήκαν από την εκκλησία και πήραν θάρρος, είπαν προς τον Άγιον: «Άγιε Γεώργιε, τα σφουγγάτα σου τα πωλείς ακριβά και γι' αυτό και εμείς τίποτα πια δεν θα αγοράσουμε από σένα».

5) Θαύμα του Μεγαλομάρτυρος στον Σαρακηνόν
       Κάποιος Σαρακηνός ταξειδιώτης, (ανεψιός του βασιλιά της Συρίας), σαν είδε την θαυμάσια εκκλησία του Αγ. Γεωργίου διέταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν τις αποσκευές τους και να τις βάλουν στο νάρθηκα της εκκλησίας επειδή θα διέμεναν εκεί για να ξεκουραστούν και ύστερα θα συνέχιζαν το δρόμο τους. Όμως απήτησε να βάλουν και τας δώδεκα καμήλους μέσα στην εκκλησία. Οι ιερείς της εκκλησίας τον παρεκάλεσαν να μη βεβηλώση την εκκλησία τους. Αλλ' αυτός επέμενε και ανέβηκε σ' ένα ψηλό σημείο του ναού για να τις βλέπη και να τις παρακολουθή. Όταν τις ωδήγησαν λοιπόν στην εκκλησία αμέσως απέθαναν όλες. Και τότε το θαύμα διαδόθηκε και αποδόθηκε στον Άγιον Γεώργιον. Και ο Σαρακηνός εντυπωσιάσθηκε και ζήτησε να τις βγάλουν έξω και να τις θάψουν. Έμεινε στην εκκλησία μέχρι που ήλθε το πρωί ο ιερεύς για να λειτουργήση. Παρακολούθησε τότε ο Σαρακηνός τις κινήσεις του ιερέα και κατά την ώρα της μετουσιώσεως των Τιμίων Δώρων, είδεν, ότι ο ιερεύς αφού επήρε στα χέρια του ένα μικρό παιδί το έσφαξε, και το αίμα του χύθηκε στο άγιο Ποτήριον, και το σώμα του αφού το έκοψε σε μικρά τεμάχια το έβαλε στον ιερό δίσκο. Όταν ετελείωσε το Κοινωνικόν και είδε ο Σαρακηνός τον ιερέα να μεταδίδη στο λαό τις σάρκες και το αίμα του παιδιού, εθύμωσε πολύ. Ύστερα από αυτήν την οπτασία ο Σαρακηνός εζήτησε να μάθη λεπτομέρειες και να πάρη εξηγήσεις για τα όσα συνέβηκαν. Και ο ιερέας του εξήγησε σχετικά με την θείαν Ευχαριστίαν και ακόμη του είπε, ότι αξιώθηκε να δη ένα όραμα που μόνον οι Μεγάλοι Πατέρες είδαν. Εγώ, του λέει ο ιερέας, δεν αξιώθηκα ποτέ να δω το φρικτό αυτό Μυστήριον και βλέπω μόνον άρτον και οίνον. Εξήγησε κατόπιν στον άρχοντα Σαρακηνόν το θαυμαστό Μυστήριον. Τότε ο Σαρακηνός θέλησε να βαπτισθή, γιατί πλέον είχε πιστέψει ότι η χριστιανική πίστις ήταν η πιο σωστή και αληθινή. Ο ιερέας τότε του είπε να πάη στα Ιεροσόλυμα να βαπτισθή, γιατί όταν θα το επληροφορείτο ο θείος του Σαρακηνού, που ήταν βασιλιάς της Συρίας, θα τον εσκότωνε, θ' άρχιζε φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών και θα κατέστρεφε και όλες τις εκκλησίες. Έτσι λοιπόν ο Σαρακηνός επήγε στην Ιερουσαλήμ όπου υπήρχε άλλος ηγεμόνας και εβαπτίσθη από τον Πατριάρχην. Ύστερα μάλιστα από λίγες ημέρες συμβουλεύθηκε τον Πατριάρχη τι έπρεπε να κάνη για να σωθή. Τότε ο Πατριάρχης τον συνεβούλεψε να γίνη Μοναχός στο όρος Σινά. Πράγματι επήγε στο Σινά και έγινε Μοναχός.
      
Υστερα από τρία χρόνια επήρε άδεια από τον Ηγούμενόν του και έφυγε για να συναντήση τον ιερέα του Αγ. Γεωργίου που τον είχε συμβουλεύσει να βαπτισθή. Όταν έφθασε εκεί, ο ιερέας δεν τον ανεγνώρισεν. Αφού του απεκάλυψε ποίος ήταν του εξέφρασε την επιθυμίαν και τον πόθον να ιδή τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Ο ιερέας τότε εδόξασε τον Θεόν και του είπε: «Πήγαινε τέκνον μου στο θείο σου Αμιράν και ωμολόγησε την πίστιν σου τόσον σ' αυτόν όσον και σ' όλους τους Σαρακηνούς». O Μοναχός όταν άκουσε τα λόγια του θεοσεβούς ιερέως εσυγκινήθη και εξεκίνησε αμέσως να πάη στην πόλιν, όπου ο θείος του ήταν Άρχοντας. Όταν έφθασε λοιπόν εκεί περίμενε να νυκτώση και ανέβηκε στον μιναρέ του τζαμιού και άρχισε να φωνάζει: «Τρέξετε εδώ, Σαρακηνοί, διότι έχω να σας πω ένα λόγο». Τότε οι Σαρακηνοί έτρεξαν με λαμπάδες και όταν είδαν τον Μοναχόν ερώτησαν τι είχε να τους πη. Ο Μοναχός τους είπε: «Με ερωτάτε τι έχω να σας πω; Λοιπόν σας ερωτώ: Πού είναι ο ανεψιός του Αμιρά που έφυγε κρυφά;» Εκείνοι του απήντησαν: «Αν μας πης που ευρίσκεται θα σου δώσουμε όσα λεπτά θέλεις». Ο Μοναχός τους είπε: «Οδηγήστε με στον Αμιράν για να σας το πω».
      
Αφού άρπαξαν λοιπόν τον Μοναχόν με μεγάλη χαρά τον ωδήγησαν στον Αμιράν λέγοντες: «Αυτός ο Μοναχός γνωρίζει που είναι ο ανεψιός σου». Ο Αμιράς τότε ρώτησε αν στα αλήθεια ξέρη που ευρίσκεται. Και εκείνος του απεκρίθη: «Ναι, τον ξέρω. Εγώ ο ίδιος είμαι. Όμως τώρα είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγ. Πνεύμα, την μία Θεότητα και ομολογώ ότι ο Υιός του Θεού εσαρκώθη εκ της Αειπαρθένου Μαρίας και έκαμε στο κόσμο μεγάλα και θαυμάσια και εσταυρώθη και τη Τρίτη ημέρα ανέστη και ανελήφθη στους ουρανούς και εκάθησε εν δεξιά του Θεού και Πατρός και μέλλει να έλθη να κρίνη ζώντας και νεκρούς». Μόλις ήκουσε αυτό ο θείος του ο Αμιράς εξεπλάγη και του είπε: «Τι έπαθες ταλαίπωρέ μου να αφήσης το σπίτι σου, τα πλούτη σου, την δόξαν σου και να περπατής έτσι περιφρονημένος σαν ζητιάνος; Επίστρεψε λοιπόν στη θρησκεία σου και παραδέξου ως προφήτην σου τον Μωάμεθ για να γυρίσης πάλιν στην πρώτην σου κατάστασι». Ο Μοναχός τότε του είπε: «Όσα καλά είχα όταν ήμουν Σαρακηνός, ήταν μερίδα του διαβόλου. Αυτό το τρίχινον ένδυμα που φορώ τώρα είναι τα καύχημα και ο πλούτος μου και κυρίως ο αρραβών της δόξης που πρόκειται ν' απολαύσω για την αληθινήν πίστιν του Χριστού μου. Τον Μωάμεθ που σας επλάνεψε, καθώς και την θρησκείαν του, αναθεματίζω και αποστρέφομαι εντελώς».
      
Όταν ήκουσε αυτά ο Αμιράς είπε προς τους παρευρισκομένους Σαρακηνούς ότι ο ανεψιός του έχασε τα λογικά του και να τον διώξουν. Αυτό βέβαια το έκανε για να τον γλυτώση από το νόμο που προέβλεπε για τους υβριστές της θρησκείας θανατική ποινή. Εκείνοι μόλις ήκουσαν τον Αμιράν είπαν: «Αφήνεις ελεύθερον αυτόν που ύβρισε τον προφήτην και την θρησκείαν μας; Ας αρνηθούμε και εμείς λοιπόν την θρησκείαν μας και ας γίνωμε Χριστιανοί». Ο Αμιράς επειδή εφοβήθη τον όχλον μήπως εξαγριωθή περισσότερον, έδωκε την άδεια να τον κάνουν ό,τι θέλουν. Εκείνοι τον άρπαξαν ενώ έτριζαν τα δόντια τους με λύσσα και αφού τον ωδήγησαν έξω από την πόλιν, τον ελιθοβόλησαν ενώ εκείνος προσευχόταν και ευχαριστούσε τον Θεόν, γιατί τον ηξίωνε να μαρτυρήση για το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αυτό ήταν το τέλος του θαρραλέου ομολογητού Μοναχού ο οποίος εστεφανώθη με τον στέφανον του Μαρτυρίου.
      
Κάθε νύκτα πάνω από τον σωρό των πετρών φαινόταν ένα άστρον λαμπρόν και εφώτιζε τον τόπον εκείνον. Οι Σαρακηνοί μάλιστα εθαύμαζαν για το γεγονός. Ύστερα από αρκετό καιρό ο Αμιράς έδωκε άδεια στους Χριστιανούς να βγάλουν το άγιο λείψανον του Μάρτυρος από τις πέτρες για να το ενταφιάσουν. Όταν λοιπόν εσήκωσαν τις πέτρες βρήκαν το λείψανον σώον και αβλαβές και ανέδιδε ευωδίαν. Αφού το προσκύνησαν με ευλάβεια το ενεταφίασαν με ύμνους και ψαλμωδίες δοξάζοντες τον Κύριον.

6) 
Το θαύμα του δράκοντος
       Στην Ανατολική επαρχία της Ατταλείας και στην πόλι Αλαγία εβασίλευε κάποιος Σέλβιος που ήταν πολύ χριστιανομάχος. Είχε βασανίσει πολλούς χριστιανούς για ν' αρνηθούν την πίστι τους και έπειτα τους εφόνευε.
      
Κοντά στην πόλι υπήρχε ένας δράκοντας φοβερός που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατέτρωγε. Οι κάτοικοι είχαν πανικοβληθή και απέφευγαν να περνούν απ' εκεί. Κάποτε ο βασιλιάς συνεκέντρωσε τον στρατό του και πήγαν για να σκοτώσουν το άγριο θηρίο. Όμως τίποτα δεν επέτυχαν και επέστρεψαν άπρακτοι.
      
Όταν είδαν οι κάτοικοι ότι ο βασιλιάς απέτυχε να σκοτώση τον δράκοντα, πήγαν να τον ερωτήσουν γιατί δεν μπόρεσε να βρη τρόπους να εξοντώση το φοβερό θηρίον. Τότε ο βασιλιάς ύστερα από συμβουλήν που του έδωσαν οι ιερείς των ειδώλων, είπε προς το πλήθος: «Γνωρίζετε ότι επιχειρήσαμε αρκετές φορές να φονεύσωμε το θηρίον και δεν το κατορθώσαμε, γιατί έτσι ήταν το θέλημα των θεών. Τώρα λοιπόν κατά την εντολή τους θα πρέπει ο καθένας μας να στέλνη το παιδί του για να το τρώγη ο δράκοντας. Ακόμα και εγώ θα στείλω την μοναδική μου κόρη, όταν θα έλθη η σειρά της». Έτσι λοιπόν ο λαός υπήκουσε στη διαταγή του βασιλιά γιατί δεν ημπορούσε να κάνη και διαφορετικά. Έστελναν λοιπόν τα παιδιά τους με δάκρυα και με θρήνους για να καταβροχθίζωνται από το θηρίον.
      
Όταν ήλθε και η σειρά της κόρης του βασιλιά ξετυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Ο βασιλιάς κτυπούσε το στήθος του, το πρόσωπόν του, τραβούσε τα γένεια του και με λυγμούς έλεγε: «Αλλοίμονον σε μένα τον ταλαίπωρον! Τι να πρωτοκλάψω γλυκύτατόν μου παιδί; Τον χωρισμόν μας ή τον ξαφνικόν σου θάνατον που πρόκειται να ίδω σε λίγο; Τι να πρωτοθρηνήσω, αγαπημένο μου παιδί, το κάλλος σου ή τον τρόμον που σε λίγο θα νοιώσης καθώς θα σε κατασπαράζη το άγριο θηρίο; Αλλοίμονον, κόρη μου, που έλαμπες σαν πολύφωτη λαμπάδα στο παλάτι μου και επερίμενα την ώραν που θα εώρταζα τους χαρούμενους γάμους σου. Πού θα βρω πια παρηγοριά και πώς θα ζήσω μακρυά σου; Τι τη θέλω την ζωή και τα παλάτια χωρίς εσένα;» Αυτά έλεγε ο απαρηγόρητος βασιλιάς. Έπειτα γύρισε προς το πλήθος και είπε: «Αγαπητοί μου φίλοι και άρχοντες, σας ζητώ να με ελεήσετε και να με συμπονέσετε. Σας προσφέρω πλούτη όσα θέλετε, και ακόμη την βασιλείαν μου, αλλά να μου κάνετε μίαν χάρι. Να μου χαρίσετε το αγαπημένο και μονάκριβο παιδί, αλλοιώς αφήστε με κι εμένα να πάω μαζί της». Κανένας όμως δεν συγκινήθηκε από τα λόγια του βασιλιά γιατί αυτός ήταν που εξέδωσε διαταγή, για να βρίσκουν τα παιδιά τους τέτοιο οικτρό τέλος. Έτσι με μια φωνή όλοι του είπαν ότι έπρεπε να εφαρμοσθή και στο παιδί του η διαταγή του.
      
Μη μπορώντας να κάνη διαφορετικά ο βασιλιάς την συνώδευσε μέχρι την πύλη της πόλεως. Αφού την αγκάλιασε και την κατεφίλησε κλαίοντας την παρέδωσε στους ανθρώπους για να την οδηγήσουν κοντά στην λίμνη. Πράγματι οι άνθρωποι την άφησαν εκεί και έφυγαν. Ο λαός έβλεπε μέσα από τα τείχη την κόρη που καθόταν κοντά στη λίμνη και επερίμενε να έλθη το θηρίον για να την κατασπαράξη.
      
Εκείνον τον καιρό ο Μέγας Γεώργιος, που δεν είχε ακόμη ομολογήσει την Χριστιανικήν του πίστιν, ήτο κόμης και αρχηγός στρατιωτικής μονάδος στο στράτευμα του Διοκλητιανού. Επέστρεφε μάλιστα στην Καππαδοκία από ένα πόλεμον που συνεξεστράτευσε με τον Διοκλητιανόν. Κατ' οικονομίαν Θεού επέρασε και από την λίμνην και όταν είδε το νερό θέλησε να ποτίση τον ίππον του και να ξεκουρασθή και ο ίδιος. Όταν είδε την κόρη να κλαίη ασταμάτητα και να διακατέχεται από αγωνία και τρόμον την επλησίασε και την ερώτησε γιατί έκλαιγε και ακόμη ποιος ήταν ο λόγος που την παρακολουθούσε ο λαός μέσα από τα τείχη. Η κόρη του είπε ότι αδυνατούσε να του διηγηθή τα όσα συνέβησαν και τα όσα επρόκειτο να συμβούν και τον παρεκάλεσε να ιππεύση τον ίππον του και να φύγη όσον πιο σύντομα ημπορούσε, γιατί κινδύνευε να χάση την ζωή του και ήταν τόσο νέος και ωραίος». Ο Άγιος επέμενε να μάθη τι της συνέβη. Και αυτή του είπε: «Είναι μακρά η αφήγησις, κύριέ μου, και δεν μπορώ να σου διηγηθώ τα καθέκαστα αυτήν την ώρα. Μόνον σου λέγω και σε παρακαλώ να φύγης τώρα αμέσως για να μην θανατωθής μαζί μου άδικα». Και ο άγιος της είπε: «Πες μου την αλήθεια, γιατί κάθεσαι εδώ και ορκίζομαι στον Θεό που πιστεύω εγώ, ότι δεν θα σε αφήσω μόνη, αλλά θα σε ελευθερώσω από τον θάνατον. αλλοιώς θ' αποθάνω μαζί σου».
      
Τότε η κόρη εστέναξε πικρώς και διηγήθη στον άγιον τα όσα συνέβησαν. Αφού άκουσε ο άγιος τα γεγονότα ερώτησε την κόρην: «Ο πατέρας σου και η μητέρα σου και ο λαός σε ποιόν θεόν πιστεύουν;» Και εκείνη απεκρίθη: «Πιστεύουν στον Ηρακλή και στην μεγάλη θεάν Άρτεμιν». Ο Άγιος τότε της είπε: «Από σήμερα να μη φοβάσαι ούτε και να κλαις. Μόνον πίστεψε στον Χριστόν που πιστεύω εγώ και θα δης την δύναμιν του Θεού μου». Η βασιλοπούλα απήντησε στον άγιον: Πιστεύω, κύριέ μου, μ' όλη μου την ψυχή και μ' όλη μου την καρδιά». Ο άγιος συνέχισε: «Έχε θάρρος στο θεό που εδημιούργησε τον ουρανό και την γην και την θάλασσα διότι ο Χριστός πρόκειται να καταργήση την δύναμιν του θηρίου και θα ελευθερωθούν και ακόμη θα διώξουν το φόβο του θηρίου όλοι οι κάτοικοι του τόπου αυτού. Μείνε λοιπόν εδώ και μόλις ιδής το θηρίον να έρχεται, φώναξέ με».
      
Τότε ο Άγιος έκλινε τα γόνατά του στη γη και αφού ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό προσευχήθηκε λέγοντας: «Ο Θεός ο Μέγας και Δυνατός, ο καθήμενος επί των Χερουβίμ και επιβλέπων αβύσσους, ο ων ευλογητός και διαμένων εις τους αιώνας, Συ γνωρίζεις τας καρδίας ότι είναι μάταιες. Συ, Φιλάνθρωπε Δέσποτα, ο των προαιωνίων θαυμασίων Θεός, τον οποίον ούτε έννοια ημπορεί να συλλάβη ούτε λόγος να ερμηνεύση επίβλεψον και τώρα επ' εμέ τον ταπεινόν και φανέρωσέ μου τα ελέη σου. Υπόταξε υπό τους πόδας μου το πονηρόν αυτό θηρίον, για να γνωρίσουν όλοι ότι υπάρχεις μαζί μου και είσαι Συ ο μόνος θεός και εκτός από εσένα άλλος δεν υπάρχει». Τότε ηκούσθη φωνή από τον ουρανόν η οποία έλεγε: «Εισηκούσθη η δέησίς σου, Γεώργιε, και κάνε όπως θέλεις, διότι εγώ θάμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις ετελείωσε την προσευχή ο Άγιος εφάνη το άγριο θηρίον. Όταν το είδε η κόρη εφώναξε: «Αλλοίμονόν μου, κύριέ μου. Έρχεται το θηρίο για να με κατασπαράξη».
      
Τότε ο Άγιος έτρεξε για να συναντήση το θηρίον. Ήτο το θηρίον φοβερόν. Έβγαζε από τα μάτια του φωτιά και ήταν τόσο εξαγριωμένο και απαίσιον ώστε παρουσίαζε ένα θέαμα φοβερόν. Αμέσως ο Άγιος έκαμε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και είπε: «Κύριε ο Θεός μου, ημέρεψε για χάρι μου, που είμαι δούλος σου, το θηρίο αυτό για να πιστέψη ο λαός στο όνομά Σου το Άγιον». Έτσι και έγινε. Ο φοβερός δράκοντας με τα μεγάλα δόντια έπεσε στα πόδια του ίππου του αγίου και ενώ κυλιόταν, εβρυχάτο. Μόλις η βασιλοπούλα είδε το θέαμα αυτό ένοιωσε μεγάλη χαράν. Και ο Άγιος της είπε: «Βγάλε την ζώνη σου και δέσε μ' αυτήν τον δράκοντα από τον λαιμόν». Αμέσως τότε η κόρη άφοβα έβγαλε την ζώνην της και έδεσε τον δράκοντα, και ευχαριστούσε τον Άγιον που την εγλύτωσε από τον βέβαιον θάνατον. Ο Άγιος αφού ανέβηκε στο άλογό του είπε προς την βασιλοπούλα: «Σύρε τον δράκοντα με την ζώνη σου μέχρι την πόλι».
      
Όταν είδαν οι κάτοικοι το παράξενον συμβάν ότι δηλαδή μια κόρη σύρει τον δράκοντα δεμένον, ετράπησαν σε φυγήν. Ο Άγιος Γεώργιος τους εφώναξε: «Μη φοβείσθε, σταθήτε και θα δήτε την δόξαν του Θεού και την σωτηρία σας». Τότε εσταμάτησαν όλοι απορημένοι και επερίμεναν να δουν τι θα τους δείξη. Τους προέτρεψε λοιπόν να πιστέψουν στον Αληθινόν Θεόν και αυτοί δέχτηκαν με χαρά. Αφού εσήκωσε το χέρι του εκτύπησε με το ακόντιον τον δράκοντα και το φοβερό τέρας εσκοτώθη. Έπειτα αφού επήρε από το χέρι την βασιλοπούλα την παρέδωσε στον βασιλιά. Όλοι ένοιωσαν μεγάλη και ανέκφραστη χαρά και αφού εγονάτισαν, καταφιλούσαν τα πόδια του Αγίου και ευχαριστούσαν τον Πανάγαθον Θεόν, διότι τους ελευθέρωσε από το θηρίο κι έτσι σταμάτησε η θυσία των παιδιών τους.
      
Ο Άγιος Γεώργιος εκάλεσε από κάποια πόλι της Αντιοχείας τον Επίσκοπον Αλέξανδρον και εβάπτισε τον βασιλιά και τους άρχοντας και ολόκληρο τον λαόν. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες εβάπτισε σαρανταπέντε χιλιάδες.
      
Αφού λοιπόν εβαπτίσθηκαν όλοι και έγινε μεγάλη χαρά στη γη και στον ουρανόν έκτισαν και μια μεγάλη εκκλησία επ' ονόματι του τρισυποστάτου Θεού. Ο Άγιος επήγε να την ιδή. Μόλις μπήκε στο Άγ. Βήμα και προσευχήθηκε εβγήκε πηγή αγιάσματος και σκορπίσθηκε ευωδία στο Ναό. Η πηγή αυτή σώζεται μέχρι σήμερα.
Ο Διάβολος του στήνει ενέδρα

       Ο Άγιος αφού απεχαιρέτησε τον βασιλέα και τον λαόν έφυγε για την πατρίδα του Καππαδοκία. Στο δρόμο του τον συνάντησε ο διάβολος μετασχηματισμένος σε μορφή ανθρώπου. Εκρατούσε και δύο ραβδιά πάνω στα οποία στηριζόταν σαν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σαν νικημένος και καταφρονημένος στρατιώτης. Είπε λοιπόν με ταπείνωσιν προς τον Άγιον: «Χαίρε Γεώργιε». Ο Άγιος αμέσως αντελήφθη ότι επρόκειτο περί διαβόλου και του είπε: «Ποιος είσαι και πως με ξέρεις; Εάν δεν ήσουνα πονηρός διάβολος δεν θα ημπορούσες να με ξέρης, εφ' όσον ποτέ δεν μ' έχεις ξαναδεί». Ο διάβολος είπε: «Πώς τολμάς να υβρίζης τους Αγγέλους του Θεού και ρωτάς ποιος είμαι εγώ; Μάθε να μιλάς καλά». Ο Άγιος τότε απεκρίθη: «Αν είναι έτσι όπως μου τα λες και είσαι Άγγελος ακολούθησέ με. Αν όμως είσαι πνεύμα πονηρόν να μην μετακινηθής από τη θέση σου». Μόλις ετελείωσε τον λόγο του αυτό ο Άγιος, ο διάβολος βρέθηκε δεμένος και εφώναξε δυνατά: «Αλλοίμονόν μου! Τι κακή ώρα ήταν αυτή που σε συνάντησα! Τι κακόν έπαθα να πέσω στα χέρια σου ο ταλαίπωρος!».
       Ο Άγιος βεβαιώθηκε ότι ήταν πνεύμα πονηρόν και του είπε: «Σε ορκίζω στο Θεό, να μου πης τι επρόκειτο να μου κάνης». Και ο δαίμονας είπε: «Εγώ, Γεώργιε, είμαι από το δεύτερον τάγμα του σατανά και όταν ο Θεός έκαμε τον ουρανόν και διεχώριζε την γην από τα ύδατα ήμουνα παρών. Εγώ έκαμα φοβερές βροντές και αστραπές, εγώ έδεσα κεφαλές και τώρα εξ αιτίας της υπερηφάνειάς μου κατάντησα κάτω στον Άδη και έγινα δαίμονας.  Αλλοίμονόν μου, Γεώργιε, γιατί ζήλεψα την χάριν που σου δόθηκε και ήλθα να σε παραπλανήσω να με προσκυνήσης. Αλλά επλανήθηκα και απατήθηκα. Αλλοίμονόν μου τι κακόν εζήτησα να πάθω και δεν ημπορώ να λυθώ! Σε παρακαλώ, Γεώργιε, ενθυμήσου την προηγούμενή μου ευτυχία και μην με αφήσης να επιστρέψω στην άβυσσον γιατί σου τα είπα όλα». Τότε ο Άγιος αφού ύψωσε τα χέρια στον ουρανόν είπε: «Σ' ευχαριστώ, Κύριέ μου, διότι μου παρέδωκες στα χέρια μου τον πονηρόν δαίμονα, ο οποίος πρόκειται να σταλή σε σκοτεινόν τόπον για να τιμωρήται αιώνια». Μόλις είπε αυτά ο Άγιος επετίμησε και απέλυσε το πονηρόν πνεύμα.
       Έκτοτε ο Άγιος προεγνώρισεν ότι είναι θέλημα Θεού να μαρτυρήση για την αγάπη του Χριστού. Έτσι επήγε στον Διοκλητιανόν όπου με θάρρος διεκήρυξε την πίστιν του και εμαρτύρησε δίνοντας το αίμα του για την αγάπη του Χριστού. 

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ  Ήχος δ'
Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής, και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
                                             ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ

Γεωργηθείς υπό Θεού ανεδείχθης, της ευσεβείας γεωργός τιμιώτατος, των αρετών τα δράματα συλλέξας σ' εαυτώ, σπείρας γαρ εν δάκρυσιν, ευφροσύνη θερίζεις. αθλήσας δε δι' αίματος, τον Χριστόν εκομίσω και ταις πρεσβείαις Άγιε ταις σαις, πάσι παρέχεις, πταισμάτων συγχώρησιν.

Κυριακή 17 Απριλίου 2011



ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Μπροστά στη Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα



Με τη χάρη του Θεού συμπληρώσαμε ήδη την ψυχωφελή αγία Τεσσαρακοστή. Το Σάββατο του Λαζάρου σημειώνει το τέλος της δεύτερης περιόδου του Τριωδίου και, αφού μεσολαβήσει ένα χαρούμενο μεσοδιάστημα μιας ημέρας, η Κυριακή των Βαΐων, εισερχόμαστε στις πιο ιερές ημέρες του εκκλησιαστικού έτους, την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα.
Η Ανάσταση του Λαζάρου είναι ένα ελπιδοφόρο προανάκρουσμα των όσων θα συμβούν μια εβδομάδα αργότερα. Όταν η «πάντων Ζωή», ο Χριστός, χαράματα της «Μιας των Σαββάτων», της όντως Κυριακής, πατώντας το θάνατο, θα χαρίσει ζωή αιώνια, όχι πια σ’ ένα μεμονωμένο άτομο, άλλα στην ανθρωπότητα ολόκληρη!
Η θριαμβευτική, πάλι, είσοδος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, που γιορτάζεται την Κυριακή των Βαΐων, είναι μια πανηγυρική προκήρυξη «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων» και ψυχών θεοφιλών, ότι Εκείνος, ο Οποίος σε λίγο θα οδηγηθεί σαν πρόβατο στη σφαγή, κάτω από τις κατάρες των ανθρώπων του σκοταδιού, είναι «ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ»! Όχι του παλαιού μόνο, όπως ειρωνικά θα επιγράψει στο Σταυρό ο Πιλάτος, αλλά και του νέου, που είναι η Εκκλησία! Είναι ο Κύριος όλων των κόσμων: Ορατών και νοητών, επιγείων, επουρανίων και καταχθόνιων! Ο Κύριος ζώντων και νεκρών, του Οποίου «θάνατος ουκέτι κυριεύει», κι αν ακόμη Τον δούμε κρεμάμενο στο Σταυρό, κι αν ακόμη Τον δούμε νεκρό! Θα είναι «νεκρός ζωαρχικώτατος», που σε τρεις ημέρες, διά της Αναστάσεώς Του, θα αφαιρέσει το δηλητηριώδες κεντρί από το θάνατο, θα στερήσει από τον Άδη τη νίκη, θα φωτίσει τους κόσμους των καταχθόνιων και θ’ αναστήσει «παγγενή(με όλο του το γένος) τον Αδάμ», δωρίζοντας αναφαίρετη ζωή στα πλάσματά Του!
Έχοντας, λοιπόν, στο χέρι τα χαρούμενα αυτά δεδομένα, ελπίδες σίγουρες που δεν πρόκειται να διαψευστούν, καλούμαστε ν’ ακολουθήσουμε βήμα προς βήμα την οδυνηρή πορεία του Κυρίου μας μέχρι το Πάθος, το Σταυρό και το θάνατο, όπως η Εκκλησία, ημέρα με την ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας μας ποδηγετεί. Γιατί Πάσχα χωρίς Μεγάλη Παρασκευή δεν γίνεται! Ανάσταση χωρίς προηγούμενο θάνατο είναι αδιανόητη! Άδειος Τάφος χωρίς Σταυρό είναι επίσης κάτι αδιανόητο!
Ο Ιησούς Χριστός πριν να δοξαστεί έπαθε! Έπαθε πραγματικά! Όχι κατά φαντασία ή δόκηση. Ούτε απλώς ξώπετσα, επιδερμικά. Κάθε άλλο! «Έκαστον μέλος της αγίας Του Σαρκός ατιμίαν δι’ ημάς υπέμεινεν», όπως υπογραμμίζει ένα τροπάριο των Αίνων της Μεγάλης Παρασκευής. Η κεφαλή πληγώθηκε από τ’ αγκάθια του ακάνθινου στεφανιού. Το πρόσωπο δέχθηκε φτυσίματα. Τα σαγόνια ραπίσματα. Το στόμα την αφόρητη γεύση του ξιδιού, του ανακατεμένου με χολή. Τ’ αυτιά υπέμειναν τις δυσεβείς βλασφημίες. Η ράχη το μαστίγωμα. Το χέρι ατιμάσθηκε με το κοροϊδευτικό καλάμι. Όλο το σώμα τεντώθηκε πάνω στο Σταυρό. Οι αρθρώσεις τρυπήθηκαν με τα καρφιά. Η πλευρά λογχίσθηκε με τη λόγχη. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια εξευτελίστηκε από τη ψεύτικη κόκκινη χλαμύδα, που σαν άλλο «ζουρλομανδύα» Του φόρεσαν. Η καρδιά Του πληγώθηκε από την αχαριστία. Όχι μόνο του όχλου -«Λαός μου, τί εποίησά σοι, και τί μοι ανταπέδωκας! » – αλλά και των πιο κοντινών. Του Ιούδα που Τον πρόδωσε! Του Πέτρου που Τον αρνήθηκε! Των άλλων Μαθητών (πλην του Ιωάννη) που Τον εγκατέλειψαν κατά την οδυνηρή ώρα του Σταυρού! Και τέλος, ο θάνατος του σώματος, άγριος, παγερός, φρικτός, απαίσιος, επισφράγισε το Πάθος του Σώματος και τη δοκιμασία της Ψυχής του «Υιού του Ανθρώπου»!
Όλα αυτά συνέβησαν πραγματικά! Υπήρξαν γεγονότα αναμφισβήτητα, πικρότατα δε και οδυνηρότατα! Αλλά έπρεπε να γίνουν, σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο της Θείας Αγάπης. Μόνο αφού συνέβησαν, αφού τα υπέστη ο Αρχηγός της σωτηρίας μας άρχισε, με την Ανάστασή Του, η ανέσπερη ημέρα του αληθινού Φωτός και της όντως Ζωής, για όσους θελήσουν να οικειωθούν την προσφερόμενη από το Θεό σωτηρία!
Εμείς, αν ανήκουμε σ’ αυτούς που επιθυμούν να δεχθούν τη σωτηρία που προσφέρει η αγάπη του Θεού, τότε θα πρέπει να είμαστε αποφασισμένοι ν’ αποδεχτούμε την οδυνηρή πορεία του Πάθους! Να συμπορευτούμε με τον επειγόμενο για να πάθει υπέρ ημών Ιησού! Να σταυρώσουμε τα άτακτα σκιρτήματα της σάρκας και τις ακάθαρτες επιθυμίες! Να θάψουμε τα ψεκτά πάθη, και μάλιστα εκείνα της φιληδονίας, της φιλαργυρίας και της φιλοδοξίας, που αποτελούν τα πιο επικίνδυνα στόματα της απώλειας! Και παράλληλα, να προσκαρτερήσουμε νοερά δίπλα στο Σταυρό του Κυρίου, μαζί με τη Θεοτόκο, τον Αγαπημένο Ιωάννη και τις ιερές Μυροφόρες, ως ευγνώμονες μαθητές και τέκνα Του. Να ομολογήσουμε μαζί με τον ευλαβή Εκατόνταρχο πως «αληθώς, Θεού Υιός ην Ούτος»! Να πούμε με συντριβή μαζί με τον ευγνώμονα ληστή: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου»! Μαζί με τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο να προσφέρουμε στο ζωαρχικότατο νεκρό του Κυρίου τη σμύρνα της ευγνωμοσύνης μας και την αλόη των λατρευτικών μας δακρύων! Να ορθρίσουμε «όρθρου βαθέως» μαζί με τις Μυροφόρες και να σπεύσουμε στο Τάφο της Ζωής για να υπαντήσουμε τον Δεσπότη και Κύριο μας, νικητή κατά του θανάτου και τροπαιούχο, προσφέροντάς Του αντί για μύρα, ύμνο και δοξολογία θεοπρεπή, έχοντας προηγουμένως καθαρισθεί εσωτερικά με τη μετάνοια, για ν’ ακούσουμε απ’ το πανάγιο στόμα Του το «Χαίρετε!», τον γλυκύτερο χαιρετισμό που μπορεί να δεχθεί ανθρώπινο αφτί! Που όταν μάλιστα προέρχεται απ’ το θεανδρικό στόμα του Ιησού, δεν είναι απλώς χαιρετισμός κι ευχή, αλλά χειροπιαστό δώρο κι ευλογία και χάρη!
Ευχή της Εκκλησίας είναι, τουλάχιστον όσοι θάχουν την επιθυμία να διαβούν το κατώφλι της εκκλησίας τούτες τις άγιες μέρες, ν’ αξιωθούν, ν’ αξιωθούμε, να βιώσουμε την οδύνη του Πάθους, να δεχθούμε τη χάρη του Σταυρού, να γευτούμε τη χαρά της Αναστάσεως και να περιπατήσουμε ως τέκνα Της φωτόμορφα, δεχόμενοι τη μακάρια ελπίδα της εν Χριστώ σωτηρίας!



(Μητροπολίτου Προικοννήσου, Ιωσήφ, «Οσμή ζωής», εκδ.Άθως)

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ

ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ


Στην επίσημη λειτουργική γλώσσα η ακολουθία αυτή ονομάζεται «Ακάθιστος Ύμνος» ή μονολεκτικά «Ακάθιστος» από την ορθία στάση, που τηρούσαν οι πιστοί καθ’ όλη τη διάρκεια της ψαλμωδίας της. Έτσι και με τα λόγια και με τη στάση του σώματος εκφράζεται η τιμή, η ιδιαίτερη ευλάβεια, η ευχαριστία προς εκείνη, προς την οποία απευθύνουμε τους χαιρετισμούς μας.
Είναι δε η ακολουθία αυτή στη σημερινή λειτουργική μας πράξη εντεταγμένη στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του μικρού αποδείπνου, όπως ακριβώς τελέσθηκε απόψε. Έτσι γίνεται κάθε Παρασκευή στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες των Νηστειών, ακόμα και την Παρασκευή της Ε' Εβδομάδος, που μετά την τμηματική στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες ψαλμωδία του, ανακεφαλαιώνεται ολόκληρος ο ύμνος. Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενοριακή πράξη και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, έχουμε και αλλά λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου: την ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την «πρεσβεία». Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις σ’ ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακάθιστου.
Θα παρατρέξωμε το διαφιλονικούμενο, εξ’ άλλου, θέμα του χρόνου της συντάξεως και του ποιητού του Ακάθιστου. Πολλοί φέρονται ως ποιηταί του: ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Γεώργιος Πισίδης, οι πατριάρχαι της Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Γερμανός ο Α΄, ο Ιερός Φώτιος, ο Γεώργιος Νικομήδειας (Σικελιώτης), ποιηταί που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα. Η παράδοσις παρουσιάζει μεγάλη αστάθεια και οι νεώτεροι μελετηταί, στηριζόμενοι στις λίγες εσωτερικές ενδείξεις που υπάρχουν στο κείμενο, άλλοι προτιμούν τον ένα και άλλοι τον άλλο από τους φερομένους ως ποιητάς του. Ένα ιστορικό γεγονός, με το οποίο συνεδέθη από την παράδοσι η ψαλμωδία του Ακάθιστου, θα μπορούσε να μας προσανατολίση κάπως στην αναζήτησί μας: Η επί του αυτοκράτορος Ηρακλείου πολιορκία και η θαυμαστή σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως την 8η Αυγούστου του έτους 626. Κατά το Συναξάριο μετά την λύσι της πολιορκίας εψάλη ο ύμνος αυτός στον ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών, ως δοξολογία και ευχαριστία για την σωτηρία, που απεδόθη στην θαυματουργική δύναμι της Θεοτόκου, της προστάτιδας της Πόλεως. Πατριάρχης τότε ήτο ο Σέργιος, που πρωτοστάτησε στους αγώνας για την άμυνα. Εύκολο ήταν να θεωρηθη και ποιητής του ύμνου, αν και ούτε ως υμνογράφος μας είναι γνωστός, ούτε και ορθόδοξος ήτο. Εξ’ άλλου ο ύμνος θα έπρεπε να ήταν παλαιότερος, γιατί αν ήταν γραμμένος για την σωτηρία της Πόλεως δεν θα ήταν δυνατόν παρά ρητώς να κάμνη λόγο γι’ αυτήν και όχι να αναφέρεται σε άλλα θέματα, όπως θα ιδούμε πιο κάτω. Η ψαλμωδία όμως του Ακάθιστου συνδέεται από τις ιστορικές πηγές και με άλλα παρόμοια γεγονότα: τις πολιορκίες και την σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως επί Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), επί Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και επί Μιχαήλ Γ΄ (860).
Όποιος όμως και αν ήταν ο ποιητής και με οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός από τα ανωτέρω και αν συνεδέθη πρωταρχικά, ένα είναι το αναμφισβήτητο στοιχείο, που μας δίδουν οι σχετικές πηγές, ότι ο ύμνος εψάλλετο ως ευχαριστήριος ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους κατά τις ευχαριστήριες παννυχίδες που ετελούντο εις ανάμνησιν των ανωτέρω γεγονότων. Κατά την παρατήρησι του συναξαριστού ο ύμνος λέγεται «Ακάθιστος», γιατί τότε κατά την σωτηρία της Πόλεως και έκτοτε μέχρι σήμερα, όταν οι, οίκοι του ύμνου αυτού εψάλλοντο, «ορθοί πάντες» τους ήκουαν εις ένδειξιν ευχαριστίας προς την Θεοτόκο, ενώ στους οίκους των άλλων κοντακίων «εξ έθους» εκάθηντο.
Γιατί όμως ψάλλεται κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή; Οι λύσεις των ανωτέρω πολιορκιών δεν συνέπεσαν κατ’ αυτήν. Στις 8 Αυγούστου ελύθη η πολιορκία επί Ηρακλείου, τον Σεπτέμβριο η επί Πωγωνάτου, στις 16 Αυγούστου εωρτάζετο η ανάμνησις της σωτηρίας της Πόλεως επί Λέοντος Ισαύρου και στις 18 Ιουνίου ελύθη η πολιορκία επί Μιχαήλ του Γ΄. Με την Μεγάλη Τεσσαρακοστή συνεδέθη προφανώς εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου: Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη εορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρας της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεόρτων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να κάλυψη η ψαλμωδία του Ακάθιστου, τμηματικώς κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος. Το βράδυ της Παρασκευής ανήκει λειτουργικούς στο Σάββατο, ήμερα που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες ήμερες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο εορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις όποιες, καθώς είδαμε, μετατίθενται οι εορτές της εβδομάδος. Καθ’ ωρισμένα Τυπικά ο Ακάθιστος εψάλλετο πέντε ήμερες προ της εορτής του Ευαγγελισμού και κατ’ άλλα τον όρθρο της ημέρας της εορτής. Ο Ακάθιστος ύμνος είναι το κοντάκιο του Ευαγγελισμού, ο ύμνος της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού.
Όταν ο Ακάθιστος συνεδέθη με τα ιστορικά γεγονότα, που αναφέραμε, τότε συνετέθη νέο ειδικό προοίμιο, γεμάτο δοξολογία και ικεσία, το τόσο γνωστό «Τη ύπερμάχω». Στην υπέρμαχο στρατηγό, η πόλις της Θεοτόκου, που λυτρώθηκε χάρι σ’ αυτήν από τα δεινά, αναγράφει τα νικητήρια και παρακαλεί αυτήν που έχει την ακαταμάχητη δύναμι να την ελευθερώνη από τους ποικίλους κινδύνους για να την δοξολογή κράζοντας το: «Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε». Ο ύμνος ψάλλεται και πάλι σε ήχο πλ. δ΄.


«Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια,
ως λυτρωθείσα των δεινών, ευχαριστήρια
αναγράφω σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε·
αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,
εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον,
ίνα κράζω σοι·
Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε».

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Έννοια και είδη της αμαρτίας στην Ορθόδοξη πίστη


1. Το ερώτημα της ελευθερίας
"Θα σε τιμωρήσει ο Θεός που έκανες αυτό το πράγμα!" Ακούμε συχνά να λέει κάποιος. Λες και ο Θεός δεν κάνει άλλη δουλειά, παρά κρατάει σε ντεφτέρι τις πράξεις μας για να αποδώσει εκδίκηση. Γιατί αυτοί που τα λένε αυτά, δεν έχουν καταλάβει, ότι ανάλογες φράσεις στη Χριστιανική γραμματεία, λέγονται ανθρωποπαθώς, και κρύβουν από πίσω τους μεγάλη συζήτηση. Αλλά το σημαντικότερο, δεν έχουν καταλάβει οι άνθρωποι αυτοί, τι είναι η αμαρτία!
Πώς είναι δυνατόν, ο Θεός που μας έφτιαξε ελεύθερους, να μας περιμένει "στη γωνία" για να μας τιμωρήσει για τις επιλογές μας; Δεν είμαστε ελεύθεροι; Γιατί τότε θα πρέπει να νιώθει ο άπιστος ενοχή, για την έστω και αρνητική άσκηση της ελευθερίας του αυτής, την οποία ο Θεός του έδωσε;
Αυτό είναι ένα βασικό ερώτημα, το οποίο θα πρέπει να βάλει σε σκέψεις όλους όσους θέλουν να βλέπουν τον Θεό ως Εισαγγελέα. Και δεν προσέχουν τα λόγια του Κυρίου Ιησού, που ξεκαθάρισε, ότι ούτε ο Ίδιος, αλλά ούτε ο Θεός Πατέρας θα κρίνουν τον κόσμο, αλλά κριτής θα είναι ο λόγος Του (Ιωάννης 8/η: 15. Ιωάννης 12/ιβ: 47,48. Ιωάννης 5/ε: 22).
Πώς θα μπορούσαμε να είμαστε ελεύθεροι, αν πάνω από τα κεφάλια μας κρέμεται διαρκώς ο πέλεκυς της τιμωρίας για κάθε παρέκκλιση από το θέλημα του Θεού; Ελευθερία είναι αυτό ή δικτατορία; Ή μήπως, αυτό που ονομάζουμε "τιμωρία", είναι οι συνέπειες της ΔΙΚΗΣ ΜΑΣ αντίθεης πορείας, στην οποία ο Θεός απλώς δεν επεμβαίνει, και έτσι δεν σώζει με το ζόρι αυτόν που θέλει τον Θεό έξω από τη ζωή του;
2. Η σημασία της λέξης: "αμαρτία"
Τώρα που είδαμε την αντίφαση στη δικανική αντίληψη της αμαρτίας, είναι ώρα να δούμε και τη σημασία της ίδιας της αμαρτίας.
"Αμαρτία" σημαίνει: "αστοχία". Και "αμαρτάνω" σημαίνει: "αστοχώ".
Όταν όμως μιλάμε για αστοχία, είναι φυσικό να υπονοείται η ύπαρξη ενός στόχου. Και κάθε μας ενέργεια, είτε είναι εύστοχη, είτε άστοχη σε κάποιο βαθμό. Ποιος όμως είναι ο στόχος; Και τι είναι η ευστοχία και η αστοχία;
Φυσικό είναι, ο στόχος στον οποίο αποσκοπούν οι ενέργειές μας, να αντιπροσωπεύει το κέντρο όλης μας της ύπαρξης. Ο στόχος να είναι ο σκοπός της ίδιας της ζωής μας! Και ποιος είναι ο σκοπός της ζωής για τον άνθρωπο; Μα φυσικά η ομοίωση με τον Θεό! Πλασθήκαμε κατ' εικόνα Του, για να οδηγηθούμε ελεύθερα στο καθ' ομοίωσιν. Το κατ' εικόνα είναι η δυνατότητα να του μοιάσουμε, μια δυνατότητα την οποία στερούνται τα ζώα. Και το καθ' ομοίωσιν, είναι Η ΕΠΙΤΕΥΞΗ αυτού του στόχου. Να γίνουμε όμοιοι με τον Θεό κατά χάριν.
Κάθε άνθρωπος, είναι ελεύθερος, να αξιοποιήσει αυτή τη δυνατότητα που του δίνει ο Θεός με την ύπαρξη που του έχει χαρίσει. Κάθε άνθρωπος, είναι ελεύθερος, να "ΣΤΟΧΕΥΣΕΙ" με τη ζωή και τις πράξεις του στη Θέωση, ή να δαπανάει τη ζωή του "στο γάμο του Καραγκιόζη", στοχεύοντας σε κάθε τι άλλο, εκτός από το ίδιο το νόημα και το σκοπό της ζωής του!
Κάθε μας ενέργεια και κίνηση, είτε μας φέρνει πιο κοντά στο στόχο, στο ποθούμενο της Θέωσης, είτε μας απομακρύνει από αυτό το στόχο. Και κάθε ενέργεια που μας φέρνει πιο κοντά, είναι μια ευλογημένη από τον Θεό επιτυχία. Ενώ κάθε αστοχία από το στόχο αυτό, είναι ΑΜΑΡΤΙΑ.
Όπως αντιλαμβάνεστε, όλα αυτά είναι πολύ διαφορετικά από την εντύπωση του δικαστηρίου και του "αυστηρού κριτή" που έχουν πολλοί στο μυαλό τους. Κι όμως αυτή είναι η έννοια της αμαρτίας στη Χριστιανική πίστη, όπως την έχει διατηρήσει αναλλοίωτη η Ορθόδοξη Εκκλησία του Κυρίου μας. Κανένας δεν μας υποχρεώνει να Θεωθούμε, και κανένας δεν μας υποχρεώνει να επιλέξουμε μια διαφορετική πορεία ζωής. Αλλά ό,τι επιλέξουμε, αυτό είναι που θα καθορίσει το αιώνιο μέλλον της ύπαρξής μας. Και στο βαθμό που θα πλησιάσουμε τη Θέωση, θα αμοιφθούμε με τη βίωση της ζωής του Ιδίου του Θεού που θα χαρίσει σε όσους αγωνίστηκαν στον αγώνα αυτό της "σκοποβολής". Ενώ αντίθετα, στο βαθμό που θα διώξουμε τον Θεό από τη ζωή μας, και θα τον κρατήσουμε μακριά, στον ίδιο βαθμό θα στερηθούμε τα δώρα που θα δώσει Αυτός στους νικητές. Αυτή είναι η "τιμωρία" των κακών ή αμελών σκοπευτών. Η στέρηση του δώρου!
3. Τα τρία βασικά είδη αμαρτίας
Βέβαια δεν είναι δυνατόν να ταξινομήσουμε ακριβώς τις αμαρτίες, και ούτε είναι κάθε αμαρτία ίδια με μια άλλη, όπως κάθε προσωπικότητα είναι διαφορετική από κάθε άλλη προσωπικότητα. Αλλά για να καταλαβαίνουμε τι λέμε, οι άγιοι της Εκκλησίας μας, κάνουν συχνά τρεις διαφορετικές διακρίσεις μεταξύ των αμαρτιών, ανάλογα με τον κάθε άνθρωπο.
1. Οι θανάσιμες αμαρτίες: Οι αμαρτίες αυτές, είναι οι αμαρτίες που γίνονται με έργο. Είναι αυτές που κάνουν οι αδιάφοροι προς τον Θεό, ή όσοι βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της κάθαρσης, δηλαδή στα αρχικά στάδια της Χριστιανικής ζωής. Στους ανθρώπους αυτούς, κυριαρχούν τα πάθη και όχι ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος. Οι άνθρωποι αυτοί φέρονται και κατευθύνονται στη ζωή τους, από τις σαρκικές και ψυχικές κατώτερες βιολογικές δυνάμεις, και όχι από τις ανώτερες του Αγίου Πνεύματος. Οι αμαρτίες αυτές, διατηρούν την ψυχή του ανθρώπου νεκρή, εμποδίζοντας το Άγιο Πνεύμα από το να λειτουργήσει και να ανυψώσει τον άνθρωπο.
2. Οι μη θανάσιμες αμαρτίες: Λέει για κάποιες αμαρτίες ο απόστολος Ιωάννης "Εάν τις ίδη τον αδελφόν αυτού αμαρτάνοντα αμαρτίαν μη προς θάνατον, αιτήσει, και δώσει αυτώ ζωήν" (Α΄ Ιωάννου 5/ε: 16). Υπάρχουν λοιπόν κάποιες αμαρτίες που δεν είναι θανάσιμες. Αυτές είναι κυρίως όσες γίνονται με τη σκέψη. Είναι οι ελαφρές αμαρτίες όσων βρίσκονται στον φωτισμό, που έχουν ξεφύγει από το στάδιο της κάθαρσης, και οι αμαρτίες τους είναι λιγότερο σοβαρές. Αυτές ξεπερνιούνται και με τη βοήθεια της προσευχής των αδελφών μας.
3. Οι αμαρτίες του μη καλού: Αυτές είναι οι αμαρτίες των τελείων. Όσων δηλαδή βρίσκονται τόσο μπροστά στην πνευματική πορεία, που ούτε καν με τη σκέψη δεν αμαρτάνουν στον Θεό. Κρατούν το λογισμό τους καθαρό, και δεν διανοούνται καν το κακό. Παρ' όλα αυτά, ακόμα και αυτοί, κάνουν στη ζωή τους μικρότερες αστοχίες. Και οι αστοχίες αυτές, είναι το τι θα μπορούσαν να κάνουν, και τι τελικά έκαναν! Ενώ θα μπορούσαν να "χτυπήσουν κέντρο" στο στόχο, χτύπησαν ένα χιλιοστό πιο έξω! Για παράδειγμα, θα μπορούσε κάποιος απ' αυτούς τους αγίους να προσευχηθεί περισσότερο, αλλά δεν το έκανε. Θα μπορούσε να εργασθεί περισσότερο για να βοηθήσει έναν ακόμα φτωχό, όμως δεν το έκανε. Θα μπορούσε να πάει στην Εκκλησία ενωρίτερα, αλλά δεν πήγε... Μικρές αστοχίες, που όμως δεν παύουν να είναι αστοχίες, για κάποιον που έχει φθάσει στο σημείο να είναι δοσμένος ολοκληρωτικά στο στόχο της ζωής του, που είναι η ένωση με τον Θεό.
4. Η αμαρτία ως πνευματική ασθένεια
Ένα τελευταίο πράγμα που είναι χρήσιμο να πούμε σε αυτό το άρθρο, είναι ο τρόπος που πρέπει να βλέπουμε την αμαρτία. Όχι ως ενοχή, αλλά ως ασθένεια. Όχι ως πράξη, αλλά ως σύμπτωμα. Ας το εξηγήσουμε λίγο αυτό.
Όταν έχουμε βήχα και πάμε στο γιατρό, ο γιατρός κάνει διάγνωση, και μας λέει, για παράδειγμα, ότι έχουμε: "γρίπη", ή "κρυολόγημα", ή "πνευμονία"! Δεν είναι ο βήχας αρρώστια. Ο βήχας είναι σύμπτωμα! Προκαλείται από κάποια αρρώστια, στην οποία ο οργανισμός μας αντιδρά με βήχα. Και ο βήχας, είναι ενδεικτικός της βαθύτερα κρυμμένης αυτής αρρώστιας, και ένας γιατρός, από τον βήχα και από άλλα συμπτώματα, καταλαβαίνει την κατάσταση του οργανισμού μας. Το ίδιο συμβαίνει και με την πνευματική ασθένεια, και την Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία μας.
Όταν ο πνευματικός μας γιατρός, μας εξομολογεί, στην πραγματικότητα ακροάζεται τα συμπτώματα! Δεν αντιμετωπίζει ως ασθένεια αυτή καθεαυτή την πράξη που θα του εξομολογηθούμε. Δεν είναι η πράξη το αληθινό πρόβλημα, αλλά υπάρχει κάτι βαθύτερο, το οποίο οδήγησε τον ψυχοσωματικό μας οργανισμό σε αυτή την πράξη. Πρόκειται για κάποιο πάθος, ριζωμένο μέσα μας, το οποίο αγωνίζεται ο πνευματικός να ξεριζώσει με τη συμβουλή, με τον κανόνα, και με την πορεία που μας δίνει. Ανιχνεύει ο πνευματικός, ποιος είναι ο λόγος της "αστάθειας" που κάνει το χέρι μας να στοχεύει λάθος, και να ξεφεύγει από το στόχο. Και μας προτείνει το κατάλληλο φάρμακο.
Με τον ίδιο τρόπο μας βλέπει και μας αντιμετωπίζει και ο Θεός όταν αμαρτάνουμε. Όχι σαν κατάδικους, αλλά σαν ασθενείς. Όχι σαν ενόχους, αλλά σαν άρρωστα και αγαπητά του παιδιά. Αν το δούμε έτσι, αμέσως αντιλαμβανόμαστε, ότι κανείς μας δεν πρέπει να φοβάται νοσηρά τον Θεό, τον ουράνιο Πατέρα και ιατρό των ψυχών μας. Αλλά αντίθετα, με χαρά να ακολουθούμε τις προτροπές Του, και των ιατρών που Εκείνος έχρισε με το Πνεύμα του το Άγιο, να μας θεραπεύουν.
Αν αντιλαμβανόμαστε έτσι, με το πραγματικό της πρόσωπο την αμαρτία, ΔΕΝ θα κατακρίνουμε και δεν θα μισούμε κανέναν αμαρτάνοντα συνάνθρωπό μας. Θα τον βλέπουμε σαν έναν ασθενή αδελφό μας, που αδυνατεί να τεντώσει σωστά το τόξο του, και να επιτύχει τον ποθούμενο στόχο τού σκοπού της ζωής.
Και εδώ είναι το μεγάλο θαύμα! Γιατί αυτή καθεαυτή η αντίληψη της πραγματικής έννοιας της αμαρτίας, ταυτόχρονα θεραπεύει και εμάς, που έτσι δεν μισούμε κανέναν, δεν κατακρίνουμε,  δεν μνησικακούμε, δεν επικρίνουμε, δεν ζητάμε εκδίκηση, αλλά αντιθέτως βοηθάμε, μακροθυμούμε, αγαπάμε, συγχωρούμε, προσευχόμαστε, αγωνιούμε για τον ασθενή αδελφό μας. Και γινόμαστε έτσι όμοιοι με τον Θεό της αγάπης και ρίχνουμε σταθερά τα βέλη μας στο στόχο. Και ελπίζουμε ότι θα λάβουμε μια μέρα από τον Δίκαιο Κριτή του αγώνα, τον έπαινο για τον κατά Θεόν αγώνα μας.
Πηγή: ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΟΜΑΔΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Σάββατο 2 Απριλίου 2011

Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ (*)

Ο άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στην Παλαιστίνη γύρω στα 523. Μόνασε από νεαρή ηλικία (16 ετών). Παρακολούθησε ανώτερο κύκλο μορφώσεως. Στην ζωή της ερήμου Σινά αξιοποίησε την σοφία του και ανέβηκε σε υψηλές κορυφές αγιότητας. Είχε και το χάρισμα της θαυματουργίας. Σε μεγάλη ηλικία έγινε ηγούμενος της μονής του Σινά.Συνέγραψε τριάντα λόγους περί αρετής, όπου ο καθένας λόγος περιλαμβάνει και μια αρετή, ξεκινώντας από τις πιο πρακτικές και ανεβαίνοντας σαν σκαλοπάτια κατέληξε στις θεωρητικά υψηλές. Στη πνευματική ζωή έχουμε βαθμίδες χαμηλές και υψηλές, καταστάσεις κατώτερες και ανώτερες. Γι' αυτό και το σύγγραμμα ονομάζεται Κλίμακα των αρετών.Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει συστηματικά τις ιδέες του για την κοινοβιακή κυρίως, αλλά και για την ερημιτική ζωή, ταξινομώντας αυτές κατά τρόπο που δείχνει πορεία προς την ηθική τελείωση. Είναι γραμμένο σε κομψή ελληνική γλώσσα, καλοδουλεμένη μέ χάρη και μελωδικότητα. Εχει διαύγεια, γλαφυρότητα, παραστατικότητα και παρουσιάζει πλούτο εκφράσεως, καλαισθησία και ευγένεια. Στη διακόσμηση του λόγου με εικόνες και παρομοιώσεις ο ιερός συγγραφέας είναι απαράμιλλος. Πάσης φύσεως σχήματα λόγου αναδύονται καθώς και ωραίες και επιτυχημένες προσωποποιήσεις.Οι διδασκαλίες του είναι ολοκάθαρα νάματα που προέρχονται από αγιασμένη πηγή. Είναι ένα θεόπνευστο κείμενο. Οι σύγχρονοι ψυχολόγοι θαυμάζουν τον συγγραφέα της Κλίμακας για την βαθύτητα των ψυχολογικών του γνώσεων και παρατηρήσεων, και διαπιστώνουν ότι τα τελευταία αξιόλογα πορίσματα της ψυχολογίας του Βάθους ήταν γνωστά στους Πατέρες της ερήμου.Ο Άγιος Ιωάννης κοιμήθηκε στις 30 Μαρτίου το 603, σε ηλικία ογδόντα ετών. Από την αρχή της Σαρακοστής το σύγγραμμά του διαβάζεται σε όλα τα ορθόδοξα μοναστήρια. Επειδή είναι παγκόσμιο κειμήλιο αναλύσεως όλων των παθών και των αρετών, η Εκκλησία τιμά ιδιαίτερα σε αυτή τη πνευματική περίοδο τον συγγραφέα άγιο Ιωάννη της Κλίμακας και το προτείνει για ανάγνωσμα.
(*) Οσίου Ιωάννου "Κλίμαξ" Έκδοσις Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού.

Ο φοβος του Θεου και οι φοβιες των ανθρωπων



Ο κάθε άνθρωπος, όταν γεννιέται, έχει μέσα του (κληρονομούνται σ’ αυτόν) ψυχολογικές και σωματικές αδυναμίες. Π.χ. η ακόρεστη δίψα για ζωή, ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, η φθορά του σώματος, οι ποικίλες ιδιόμορφες καταστάσεις, καχυποψίες για άλλους και πολλά άλλα. Όλα αυτά του προκαλούν φόβο. Ο φόβος δεν τον αφήνει να τελειοποιηθεί στην αγάπη. Ο Χριστός όμως ήλθε να μας ελευθερώσει από το φόβο του θανάτου και της κολάσεως, (Εβρ. 2, 14-15). Δεν μας έφερε πνεύμα δειλίας, που προκαλεί φόβο, αλλά πνεύμα υιοθεσίας (Ρωμ. 8, 14-15). Ο Χριστός μας ελευθέρωσε. Όποιος πιστεύει στο Χριστό ελευθερώνεται και οδηγείται στην αγάπη που «έξω βάλλει τον φόβο» (Α’ Ιω. 4,1). Για να φτάσουμε όμως στην αγάπη, χρειάζεται αγώνας και άσκηση και φυσικά δεν ζει κάποιος την κατάσταση αυτή διά μιας. Στα πρώτα βήματά του προς την τελείωση, ο άνθρωπος πρέπει να έχει φόβο για μερικά πράγματα, όπως π.χ. για την κόλαση, την αμαρτία, την γέενα του πυρός. Να φοβηθεί την αμαρτία μήπως τον χωρίσει από τον Θεό και καταδικασθεί.
 ΓΝΩΜΕΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΑΥΤΗ
· Ο φόβος που έχουμε να μην πέσουμε στην αμαρτία είναι αρετή. Αρχή της αληθινής ζωής του ανθρώπου είναι ο φόβος του Θεού. (Ισαάκ ο Σύρος)
· Ο φόβος είναι η πρώτη εντολή, που οδηγεί στο πένθος των αμαρτημάτων (Πέτρος ο Δαμασκηνός).
· Εκείνος που πιστεύει στον Κύριο, φοβείται την κόλαση, κι αυτός που φοβείται την κόλαση, τηρεί τις εντολές. Αυτός πάλι που τηρεί τις εντολές, υπομένει τις θλίψεις, κι όποιος υπομένει τις θλίψεις, αποκτά την ελπίδα του στον Θεό (οπ.π.).
· Άλλο πράγμα να φοβείσαι τον Θεό και άλλο να εφαρμόζεις τις εντολές του Θεού (Συμεών ο ν. Θεολόγος).
Θα μπορούσαμε να πούμε πως στην πνευματική μας ζωή προηγείται ο φόβος του Θεού, που μας κάνει να πενθούμε για τις αμαρτίες μας και ακολουθεί η εργασία των εντολών ως καρπός. Ο έμφυτος φόβος βοηθάει μαζί με την πίστη στην εργασία των εντολών.
· Ο φόβος του Θεού μας αναγκάζει να πολεμάμε την κακία και ενώ την πολεμάμε, η χάρη του Θεού την πολεμεί (Μάρκος ο Ασκητής).
Η ρίζα της ευλάβειάς μας προς τον Θεό είναι ο φόβος του Θεού. Ο φόβος του Θεού είναι το πιο δυνατό όπλο για να πολεμήσουμε τις δυσκολίες στην πνευματική μας πορεία (Ιω. ο Χρυσόστομος).
Παράδειγμα χαρακτηριστικό ο ληστής. Όλοι ξέρουμε τι είπε στον εξ ευωνύμων του Χριστού κακούργο, που λοιδορούσε τον Χριστό: «ουχί συ ο Χριστός; σώσον σεαυτόν και ημάς. Αποκριθείς δε ο έτερος επετίμα αυτώ λέγων. ουδέ φοβή συ τον Θεόν, ότι εν τω αυτώ κρίματι ει;» (Λουκ. 23,29). Μπροστά στον Κύριο ο ευγνώμων ληστής αισθάνθηκε μεγάλο φόβο για τις αμαρτίες του και είπε τα περίφημα εκείνα λόγια «Ιησού, μνήσθητί μου όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23,41).
ΠΩΣ ΕΝΕΡΓΕΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ;
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος λέγει πως ο φόβος του Θεού ξυπνάει την ανθρώπινη φύση εναντίον των πονηρών επινοήσεων του διαβόλου. Όπως τα Χερουβίμ ήσαν άγρυπνα μπροστά στην θύρα του Παραδείσου, έτσι και ο φόβος του Θεού είναι άγρυπνος φύλακας του ανθρώπου, για να μην πέσει στην αμαρτία. Αυτόν τον φόβο χρειάζεται να τον διατηρεί για να μη βλαβεί από τον εχθρό.
Πράγματι πολλές φορές συγκρατούμεθα μακρυά από την αμαρτία, γιατί μέσα μας υπάρχει ο φόβος του Θεού. Αναλογιζόμαστε. «πως θα το κάνω αυτό; φοβάμαι τον Θεό, φοβάμαι την κόλαση». Ο σωτήριος αυτός φόβος μας κάνει να μισούμε την αδικία, την ύβρη και την υπερηφάνεια, τονίζει ο Μέγας Βασίλειος.
Αυτός, που έχει φόβο Θεού, απομακρύνει εύκολα τους λογισμούς του διαβόλου, αφού δεν αιχμαλωτίζεται με τίποτε. Δεν έχει περισπασμούς στο νου του, γιατί περιμένει τον Δεσπότη Χριστό. Επιμελείται των αρετών, για να μην καταδικασθεί.
Ο νους του ανθρώπου είναι μια μήτρα. ο λόγος του Θεού είναι το σπέρμα. κι αυτό που θα γεννηθεί, είναι ο φόβος του Θεού. Για να έχουμε καθαρή ελεημοσύνη, δηλ. απαλλαγμένη από κενοδοξία, φιλαργυρία και ηδονή, πρέπει να προηγηθεί ο φόβος του Θεού, ο οποίος θα νεκρώσει τα πάθη αυτά.
Όποιος θέλει να αγαπήσει τον Θεό, θα αρχίσει από τον φόβο του. Εξαιτίας αυτού του φόβου προσέχουμε και τα λεπτότατα αμαρτήματα. Ένας που φοβάται τον Θεό, λέγει και τα πιο μικρά του αμαρτήματα, γιατί έχει την εντύπωση, πως μετά θάνατο τον περιμένουν πολύ άσχημες καταστάσεις.
Όποιος φοβάται τον Θεό, αγαπάει την εγκράτεια. Με φόβο πηγαίνει να κοινωνήσει. «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», προσκαλεί ο λειτουργός τους πιστούς. Ο φοβούμενος τον Κύριο, δεν φοβείται των δαιμόνων τις ορμές, ούτε τις απειλές των ανθρώπων.
Ο ΦΟΒΟΣ ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ ΣΕ ΔΥΟ ΕΙΔΗ
Οι Πατέρες λένε πως ο φόβος του Θεού έχει δύο μορφές. Είναι ι φόβος των εισαγωγικών και ο φόβος των τελείων.
Ο φόβος των εισαγωγικών ή των αρχαρίων, που υπάρχει μέσα μας και δεν μας αφήνει να πέσουμε στην αμαρτία εξαιτίας της κολάσεως. «Εισαγωγικός εστίν ο απέχων της κακίας». Αυτός, που έχει αυτόν τον φόβο φοβάται σαν δούλος τα κολαστήρια, τις τιμωρίες και τις καταδίκες.
Υπάρχουν όμως και οι τέλειοι, που έχουν και αυτοί φόβο, αλλά με άλλη μορφή. Φοβούνται μήπως παραβούν κάποια εντολή του Θεού και τον λυπήσουν. Φοβούνται μήπως υποστούν τροπή ή αλλοίωση στην πνευματική τους ζωή και πέσουν στην αμαρτία.
Ο φόβος των εισαγωγικών εξαφανίζεται, όταν συγχωρηθούν τα αμαρτήματα του ανθρώπου, ενώ ο δεύτερος, των τελείων, παραμένει συνεχώς στον άνθρωπο και τον αγιάζει περισσότερο.
Απ’ όλα αυτά καταλαβαίνουμε πως μπορούμε να ωφεληθούμε τα μέγιστα από τον φόβο του Θεού. Μια ευχή της θείας Λειτουργίας το τονίζει αυτό εμφατικά. «Ένθες ημίν και των μακαρίων σου εντολών φόβον, ίνα τας σαρκικάς επιθυμίας πάσας καταπατήσαντες, πνευματικήν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τα προς ευαρέστησιν την σην και φρονούντες και πράττοντες».
Αυτές τις πνευματικές καταστάσεις ας επιζητούμε σταθερά, για να γίνουμε άνθρωποι του Θεού.
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΦΟΒΙΕΣ
Είδαμε διεξοδικά τι είναι ο φόβος και ποιες είναι οι ενέργειές του. Ας δούμε τώρα τις ανθρώπινες φοβίες.
Φοβία ονομάζει η ανθρώπινη επιστήμη, δηλ. η ψυχιατρική, την πάθηση εκείνη, που το άτομο κατακλύζεται από φόβο, ενώ δεν υπάρχει αιτία φόβου. Λέμε ότι κάποιος έχει κλειστοφοβία, όταν δεν μπορεί να εισέλθει σε κλειστούς χώρους, π.χ. σε ανελκυστήρα, ή να ταξιδεύσει με αεροπλάνο, τρένο κ.λπ., επειδή καταλαμβάνεται από μεγάλου βαθμού φόβο. Πλείστα πράγματα και καταστάσεις μπορούν να γίνουν αφορμή τέτοιας φοβίας. Τα συνηθέστερα είναι: Πλατείες ή χώροι όπου υπάρχουν πολλοί άνθρωποι (αγοροφοβία), ή άνοδος σε υψηλούς ορόφους κτηρίων (υψοφοβία), ζωύφια ακίνδυνα για τον άνθρωπο, όπως π.χ. μικρές αράχνες (αραχνοφοβία) κατσαρίδες (κατσαριδοφοβίες) κ.λπ. Επίσης φόβος των μικροβίων (μικροβιοφοβία), γι’ αυτό και πλένουν τα χέρια και τα ενδύματα συχνότατα. Ακόμη διάφορες αρρώστειες, όπως π.χ. ο καρκίνος (καρκινοφοβία), με αποτέλεσμα να προσέχουν να μην τους εγγίσει άνθρωπος, που πάσχει από τη νόσο αυτή ή κάποια άλλη. Όσοι έχουν μία από τις φοβίες αυτές, δε σημαίνει πως είναι άτομα δειλά και με μειωμένη προσωπικότητα. Αντιθέτως μπορεί να είναι επιτυχημένοι επαγγελματίες, σωστοί επιστήμονες ή ακόμη να επιδίδονται και σε τολμηρές δραστηριότητες, όπως π.χ. την ορειβασία.
Η κατάσταση της φοβίας οφείλεται σε κάποια διαταραχή της λειτουργίας του κεντρικού νευρικού συστήματος. Όταν ο άνθρωπος, που πάσχει από τη φοβία, δεν έχει άλλα ψυχοπαθολογικά συμπτώματα, τότε η οδυνηρή αυτή κατάσταση ονομάζεται νευρωτική φοβία και το άτομο έχει πλήρη επίγνωση του παραλόγου της φοβίας του. Παρ’ όλες όμως τις προσπάθειές του δεν μπορεί να απαλλαγεί απ’ αυτό εύκολα. Ακόμη η φοβία μπορεί να είναι ένα από τα πολλά συμπτώματα ψυχοπάθειας, όπως π.χ. η μελαγχολία κ.λπ. Ας αναφέρουμε και δυο παραδείγματα. Ένας γιατρός μου έλεγε πως τον επισκεπτόταν συχνά κάποιος, που είχε τη φοβία του εμφράγματος της καρδιάς και γενικώτερα της φοβίας του θανάτου. Είχε καχυποψίες για τους πάντες και έτρεμε στην ιδέα πως μπορεί να πάθει έμφραγμα. Κάθε τόσο πήγαινε στον γιατρό και εξέφραζε τις ανησυχίες του. Όταν μετά από χρόνια συνέβη να πάθει καρκίνο ήπατος, επειδή ήταν συνειδητός χριστιανός, αντιμετώπισε την ασθένεια με αξιοθαύμαστη καρτερία και υπομονή και το καταπληκτικό ήταν, πως ήσυχος περίμενε το θάνατο. Το άλλο παράδειγμα. Καπετάνιος εμπορικού πλοίου, που διέπλεε συχνά τους ταραγμένους ωκεανούς και αντιμετώπιζε με επιτυχία τις φοβερές φουρτούνες της θάλασσας, τον έπιανε μεγάλη φοβία, όταν έμπαινε στο λιμάνι και έβλεπε συνωστισμό (μποτιλιάρισμα) πλοίων. Νόμιζε πως δε θα τα κατάφερνε να μπει μέσα. Δεν φοβόταν τα άγρια κύματα του ωκεανού και έτρεμε τον συνωστισμό του ασφαλούς λιμανιού.
Ένας πνευματικός τι μπορεί να κάνει στην προκειμένη περίπτωση; Φυσικά δεν μπορεί να δώσει κατευθύνσεις που έχουν σχέση με φάρμακα και ιατρικές αγωγές. Οι παρατηρήσεις του τύπου, πως αυτό που έχει ο ασθενής δεν είναι τίποτε, και η προτροπή να μην πάει στο γιατρό, δεν έχουν καλά αποτελέσματα. Εάν έχει ανάγκη από ιατρική θεραπεία, θα το κρίνει ένας καλός και δοκιμασμένος γιατρός. Γίνεται πολλές φορές μη πιστευτός και μη έγκυρος ο πνευματικός που δίνει τέτοιες συμβουλές. Το έργο του πνευματικού στο εξομολογητήριο είναι να φύγει ο άνθρωπος, που θα καταφύγει στην βοήθειά του και έχει φοβίες, με ακλόνητη εμπιστοσύνη στο Θεό και με ελπίδα πως στη δίνη του προβλήματός του δεν θα είναι απούσα η χάρη του Θεού. Καταπληκτική είναι η εμπειρική διαπίστωση των αγίων Πατέρων πως όσο καθαρίζεται ο νους του ανθρώπου, τόσο και εξαφανίζονται τα πάθη του και οι ψυχολογικές του ανισότητες. Κάποτε ρώτησαν κάποιον από τους Γεροντάδες τι πνευματική εργασία κάνει, κι αυτός απάντησε: «Ημείς νουν τηρούμεν». Η τήρηση και η καθαρότητα του νου απαλλάσσει τον άνθρωπο από πολλές φοβίες. Ο καθαρός νους ηγεμονεύει της κεφαλής και υποτάσσει όλες τις αισθήσεις του σώματος. Ο μέγας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τονίζει, πως πάνω από τη σπουδή του ανθρώπου να γνωρίσει «άστρων μεγέθη και φύσεων λόγους», δηλ. θα λέγαμε σήμερα επιστημονικές γνώσεις, προτιμότερο είναι «το ειδέναι τον καθ’ ημάς νουν την εαυτού ασθένειαν και ταύτην ιάσασθαι ζητείν», να μπορέσει ο νους να γνωρίσει την ασθένειά του και να ζητήσει την ίασή του. Η καλλιέργεια του νου με την ησυχία, τη νηστεία, την προσευχή, τα καθαρτικά δάκρυα, τις ακολουθίες, την εργασία και με την επικοινωνία με τον πνευματικό και άλλους πατέρες, και την ακρόαση του λόγου του Θεού θα φέρει θετικά αποτελέσματα για τον άνθρωπο και θα μπορεί πιο δυναμικά να αντιμετωπίσει τις βασανιστικές φοβίες. Η χάρη του Θεού, όταν καταλάβει την καρδιά του ανθρώπου, καθαρίζει όλες τις δυνάμεις της ψυχής και μάλιστα την πιο κύρια δύναμη, που είναι ο νους. Έτσι μπορούν να θεραπευθούν και οι φοβίες.
Θα μπορούσαμε να πούμε πρακτικά πως η εργασία του νου με τη συνεχή μνήμη του Χριστού, είναι ένα μέσον για να ελέγξουμε τις φοβίες μας. Πίσω από τα λόγια της σωτήριας ευχής κρύβεται η παρουσία του ίδιου του Χριστού. Ο άνθρωπος που προσεύχεται λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», έρχεται σε ζωντανή επαφή με το Θεό και ζωοπιείται. Η ψυχή του ανθρώπου γεμίζει από αγάπη προς τον Ιησού και έτσι εγκαταλείπονται οι φοβίες. Έχω υπόψη κάποιον, που είχε διάφορες φοβίες, που τον εμπόδιζαν να κοιμηθεί, και όταν άρχισε να λέγει την ευχή και να ενεργεί μέσα του, πολλές από τις δύσκολες αυτές καταστάσεις εξαφανίσθηκαν.
Επίσης είναι αλήθεια πως οι ευαίσθητοι άνθρωποι υποφέρουν πάρα πολύ από τις φοβίες. Ο μακάριος Γέροντας π. Παϊσιος έλεγε πως ο πονηρός βρίσκει διάφορες ευκαιρίες και τους ευαίσθητους τους κάνει πιο ευαίσθητους και τους αναίσθητους πιο αναίσθητους. Οι ευαίσθητοι περνούν πολλές φορές μαρτυρικές μέρες από την ενέργεια της φοβίας. Διάφορα γεγονότα του καθημερινού βίου, η ενέργεια του πονηρού και εγγενείς ψυχολογικές καταστάσεις κάνουν τον άνθρωπο να υποφέρει πολύ. Τότε χρειάζεται τη βοήθεια του πνευματικού, να συζητήσει μαζί του, να ενισχυθεί από τα λόγια του, να νοιώσει τη θεία παρηγοριά. Η παρουσία των ανθρώπων, που μας αγαπούν ανιδιοτελώς, είναι ευεργετική.
Θα θέλαμε να θίξουμε κι ένα άλλο σημείο. Η θεραπεία της φοβίας εξαρτάται και από την ταπείνωση του ανθρώπου. Ενθυμούμαι τα λόγια ενός Γέροντα του Αγίου Όρους σε κάποιον, που είχε βασανιστικές φοβίες. Ήταν νέος στην ηλικία και φοβόταν να περπατήσει τη νύχτα ή να περάσει από τους χώρους των κοιμητηρίων, να κοιμηθεί μόνος του στο δωμάτιο κ.ά. Ο θεοφώτιστος, λοιπόν, εκείνος Γέροντας του είπε: «Όλα αυτά τα παθαίνεις από τον εγωϊσμό σου και επειδή δεν κοινωνείς συχνά». Η ταπείνωση του εαυτού μας και η ζωοποιός χάρη των μυστηρίων έχουν τη δυνατότητα να θεραπεύσουν τη φοβία.
Δεν αρκεί μόνο τα φάρμακα του ιατρού, αλλά χρειάζεται και η δύναμη της χάρης του Θεού, είτε έρχεται σε μας από τα μυστήρια της Εκκλησίας, είτε από τις διαπροσωπικές μας σχέσεις με το Θεό. Όπου χρειάζεται να συνδυάσουμε και τα δύο, θα το κάνουμε. Εάν οι φοβίες έχουν τις ρίζες τους σε καθαρά πνευματικά αίτια (όπως π.χ. σε αμαρτίες), θα καταφύγουμε στη βοήθεια του Θεού.
Ένα ωραιότατο τροπάριο της Εκκλησίας μας κάνει έκκληση στον Θεό να μας απαλλάξει από τη θλίψη και να την μεταποιήσει σε χαρά: «Τα λυπηρά του σου δούλου, του παρόντος κινδύνου, και ζάλην την πολλήν και χαλεπήν, μεταποίησον νυν Δέσποτα, και μετάτρεψον τούτου το πένθος εις χαράν διηνεκή, ίνα πίστει και πόθω, απαύστως μεγαλύνη σε».
Ας δώσει ο Θεός τη λύση αυτή σε όλους όσους έχουν προβλήματα και θλίψεις.