Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

ΠΑΤΕΡΙΚΑ 

Μή δικαιολογεῖς τήν ἀδράνειά σου
 
Δέν ὑπάρχει πιό κρύο πρᾶγμα ἀπό τόν χριστιανό πού δέν σώζει ἄλλους. Δέν μπορεῖς ἐδῶ νά ἐπικαλεσθεῖς τήν φτώχια, διότι θά σέ κατηγορήσει ἡ χήρα πού κατέβαλε τά δύο λεπτά... Δέν μπορεῖς νά ἐπικαλεστεῖς τήν ταπεινή σου καταγωγή, διότι καί οἱ ἀπόστολοι ἦταν ἄσημοι καί κατάγονταν ἀπό ἀσήμους. Δέν μπορεῖς νά προβάλεις τήν ἀγραμματοσύνη σου· κι ἐκεῖνοι ἦταν ἀγράμματοι. Ἀκόμη κι ἄν εἶσαι δοῦλος, κι ἄν εἶσαι δραπέτης, θά μπορέσεις νά ἐκπληρώσεις τό καθῆκον σου, διότι καί ὁ Ὀνήσιμος τέτοιος ἦταν. Κοίταξε ὅμως ποῦ τόν καλεῖ καί σέ τί ὑψηλό ἀξίωμα τόν ἀνεβάζει ὁ ἀπόστολος· «ἵνα κοινωνῇ μοι», λέγει, «ἐν τοῖς δεσμοῖς μου». Δέν μπορεῖς νά προφασισθεῖς τήν ἀσθένεια, διότι καί ὁ Τιμόθεος τέτοιος ἦταν, εἶχε «πυκνάς ἀσθενείας»...
Δέν βλέπετε τά δένδρα τά ἄκαρπα πῶς εἶναι γερά, πῶς εἶναι ὡραῖα, μεγάλα, λεῖα καί ψηλά; Ἀλλά ἄν εἴχαμε κῆπο, θά προτιμούσαμε νά ἔχουμε ροδιές καί ἐλιές καρποφόρες παρά αὐτά, διότι αὐτά εἶναι γιά τήν τέρψη καί ὄχι γιά τήν ὠφέλειά μας· ἐλάχιστα ὠφελοῦν. Τέτοιοι εἶναι οἱ χριστιανοί πού φροντίζουν μόνο γιά τά δικά τους, ἤ μᾶλλον οὔτε τέτοιοι, διότι αὐτοί εἶναι γιά τήν φωτιά, ἐνῶ τά καλλωπιστικά δένδρα χρησιμοποιοῦνται καί γιά τήν οἰκοδόμηση καί γιά τήν ἀσφάλεια τῶν ἰδιοκτητῶν. Τέτοιες ἦταν καί οἱ πέντε παρθένες, ἁγνές βέβαια καί κόσμιες καί σώφρονες, ἀλλά σέ κανέναν χρήσιμες, γι' αὐτό καί κατακαίονται. Τέτοιοι εἶναι αὐτοί πού δέν ἔθρεψαν τόν Χριστό. Πρόσεξε ὅτι κανείς ἀπ' αὐτούς δέν κατηγορεῖται γιά προσωπικά του ἁμαρτήματα· δέν κατηγορεῖται ὅτι πόρνευσε οὔτε ὅτι ἐπιόρκησε, καθόλου, ἀλλά ὅτι δέν ὑπῆρξε χρήσιμος στόν ἄλλο... Πῶς εἶναι χριστιανός τέτοιος ἄνθρωπος; Πές μου, ἄν τό προζύμι πού ἀνακατεύεται μέ τό ἀλεύρι δέν μεταβάλλει στή δική του φύση ὅλο τό φύραμα, εἶναι προζύμι; Καί ἀλήθεια, τό μύρο πού δέν γεμίζει εὐωδιά ἐκείνους πού πλησιάζουν θά τό ὀνομάζαμε μύρο;
Μήν πεῖς· μοῦ εἶναι ἀδύνατο νά παρακινήσω ἄλλους. Ἄν πράγματι εἶσαι χριστιανός, ἀδύνατο εἶναι τό νά μή συμβαίνει αὐτό. Ὅπως αὐτά πού βλέπουμε στή φύση εἶναι ἀναντίρρητα, ἔτσι καί τοῦτο· διότι στή φύση τοῦ χριστιανοῦ βρίσκεται τό πρᾶγμα. Μήν ὑβρίζεις τόν Θεό. Ἄν πεῖς ὅτι δέν μπορεῖ νά φωτίζει ὁ ἥλιος, τόν ὕβρισες· ἄν πεῖς ὅτι ὁ χριστιανός δέν μπορεῖ νά ὠφελεῖ, ὕβρισες τόν Θεό καί τόν εἶπες ψεύτη. Διότι εἶναι εὐκολώτερο νά μή θερμαίνει καί νά μή χύνει φῶς ὁ ἥλιος, παρά νά μή φωτίζει ὁ χριστιανός· εἶναι εὐκολώτερο νά γίνει σκοτάδι τό φῶς, παρά νά συμβεῖ αὐτό. Μή λές, λοιπόν, εἶναι ἀδύνατο, διότι ἀδύνατο εἶναι τό ἀντίθετο. Μήν ὑβρίζεις, λοιπόν, τόν Θεό. Ἄν ρυθμίσουμε σωστά τή ζωή μας, ὁπωσδήποτε θά συμβοῦν κι ἐκεῖνα καί θά ἀκολουθήσουν σάν κάτι τό φυσικό. Δέν εἶναι δυνατόν νά μείνει κρυφό τό φῶς τοῦ χριστιανοῦ· δέν εἶναι δυνατόν νά κρυφτεῖ μιά τόσο φωτεινή λαμπάδα. Ἄς μήν ἀμελοῦμε, λοιπόν!
Ἰω. Χρυσοστόμου

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Μύρο καί αἷμα
26 Οκτωβρίου.

Φαιδρύνει μές στήν καρδιά τοῦ φθινοπώρου τήν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης καί λαμπρύνει μέ τήν λάμψη τῆς ἁγιότητος τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἡ μνήμη τοῦ Δημητρίου κάθε χρόνο. Ἕνας ἅγιος πού στέκεται τόσο κοντά στά χρόνια τῶν ἀποστόλων, ἀλλά καί τόσο κοντά στίς καρδιές τῶν Νεοελλήνων, ἕνας νέος πού ἔχει τήν χάρη τοῦ μαρτυρίου καί τήν δόξα τῆς ἁγνότητος, δέν μπορεῖ παρά ἰδιαίτερα νά μᾶς συγκινεῖ. Μέ τήν νιότη του ἀγγίζει τά νιάτα, μέ τήν ζωή του χαράζει δρόμους ζωῆς, μέ τήν πίστη του ἐμπνέει τούς πιστούς.
Γεννήθηκε στά τέλη τοῦ γ΄ αἰῶνος στήν Θεσσαλονίκη καί ἀνατράφηκε σέ οἰκογένεια ἐπίσημη καί ἀριστοκρατική. Βαπτίσθηκε νωρίς χριστιανός, καί νεαρός ἀναδείχθηκε διδάσκαλος τοῦ εὐαγγελίου. Τό ἀληθινό του μεγαλεῖο ὅμως δέν θά τό βροῦμε στούς τίτλους του ἀλλά σέ δύο λέξεις πού ποτίζουν τήν ζωή του καί ἀρδεύουν τήν Ὀρθοδοξία· τό μύρο καί τό αἷμα, πού πρόσφερε στόν Χριστό. Μέσα σ' αὐτά τά στοιχεῖα κλείνεται σάν σέ πολύτιμες φιάλες τό ἀπόσταγμα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Δημητρίου, πού παίρνει ἡ Ἐκκλησία καί κερνᾶ μέ αὐτό τούς πιστούς.
Γνώρισμα λαμπρό τοῦ ἁγίου εἶναι ἡ παρθενία, πού ἄσκησε μέ μία τέλεια ἀφιέρωση στόν Θεό. Ὁ Δημήτριος κράτησε καθαρή τήν σκέψη καί τήν καρδιά του, ἁγνό τό σῶμα του καί ἅγια τήν ψυχή του, δοσμένη ὁλοκληρωτικά στόν Κύριο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τόν χαρακτηρίζει ὅσιο, παρθένο, πάγκαλο καί παναμώμητο. Δέν ἦταν ὅμως μοναχός οὔτε κληρικός. Παρέμεινε λαϊκός καί εἶχε ἔργο του κύριο τό κήρυγμα καί τήν διδασκαλία τοῦ εὐαγγελίου. Προικισμένος μέ διδακτικό χάρισμα, συγκέντρωνε πλήθη Θεσσαλονικέων στήν Χαλκευτική Στοά καί μέ παρρησία, «ἀπτοήτῳ γλώσσῃ», κατά τόν Λέοντα Σοφό, εὐαγγελιζόταν στόν εἰδωλολατρικό κόσμο τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Κατέστησε ἔτσι τόν ἑαυτό του ὁ ἅγιος σκεῦος εὐωδιαστό πού ἀνέβλυζε τήν ὀσμή τῆς ζωῆς στούς γύρω του (πρβλ. Β΄ Κο 2,14.16). Καί ὅταν ἀργότερα οἱ χριστιανοί βρέθηκαν μπρός στό ἁγιασμένο νερό τοῦ πηγαδιοῦ, μέσα στό ὁποῖο ἔρριξαν τό νεκρό σῶμα τοῦ μάρτυρος, αὐθόρμητα συνεδύασαν τό μύρο τοῦ τάφου μέ τήν εὐωδία τῆς ἁγνότητος καί τό εἶδαν ὡς σύμβολο παρθενίας. Σχολιάζει ἐμπνευσμένα ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας προσφωνώντας τόν Δημήτριο· «Ὦ σύ, πού δέν φάνηκες μόνο ὁ ἴδιος εὐωδία Χριστοῦ, ἀλλά καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους συνιστοῦσες τό "κενωθέν μύρον"· ὦ σύ, πού ἄφησες πρῶτα μέν αἷμα, τώρα δέ μύρο ἀπό τίς πληγές σου, ἤ μᾶλλον καί τώρα ὄχι λιγώτερο ἀπό πρίν αἷμα· διότι τό σῶμα σου, πού πληγώθηκε ἀπό χτυπήματα καί τραύματα τότε, ἀνέβλυσε μύρο· ἀφοῦ καθόλου δέν ἔλειπε ἡ καθαρότητα καί ἡ ἁγνότητα καί ἡ παρθενία, μετέσχε στήν εὐωδία τοῦ πνεύματος καί τό αἷμα κατέστη τό ἴδιο μύρο».
Ἄν τό μύρο συμβολίζει τήν παρθενία τοῦ Δημητρίου, τό αἷμα δηλώνει τό μαρτύριό του. Ὁ ἅγιος ὑπῆρξε παρθένος ἀλλά καί ὁμολογητής· ὑπῆρξε διδάσκαλος ἀλλά καί ἀθλητής. Ὁμολόγησε τήν πίστη του μπροστά στόν αὐτοκράτορα τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους -πού βρέθηκε ἐκεῖνες τίς μέρες στήν Θεσσαλονίκη ἐπιστρέφοντας ἀπό μία ἐκστρατεία- καί ἄθλησε γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ παλεύοντας μέ τόν θάνατο. Ὑπακούοντας στήν προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεο, πρῶτος αὐτός γεύθηκε τούς καρπούς τῆς διδασκαλίας του, τό μαρτύριο, δηλαδή, καί τήν δόξα του, ὅπως ὁ καλός γεωργός μεταλαμβάνει πρῶτος ἀπό τούς καρπούς τῶν κόπων του (Β΄ Τι 2,6). Φυλακισμένος μέσα στά λουτρά καί ἀποδυτήρια τοῦ σταδίου, λογχίστηκε, μόλις ἔγινε μαθευτό ὅτι «ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου» βοήθησε τόν Νέστορα νά νικήσει τόν φοβερό μονομάχο Λυαῖο. Τό σῶμα του ρίχτηκε μέσα σέ ἕνα πηγάδι τῶν λουτρῶν καί τό αἷμα του πορφύρωσε τό νερό κάνοντάς το μύρο.
Ἀλλά τό μύρο καί τό αἷμα τοῦ Δημητρίου θά ἔμενε περιβεβλημένο μόνο μέ ἀνθρώπινη αἴγλη, ἄν τό περιορίζαμε στό πλαίσιο μιᾶς ἁπλῆς θυσίας, μεγαλειώδους ὁπωσδήποτε καί ἡρωικῆς, ὅπως εἶναι κάθε θυσία ἀνθρώπου γιά μιά πίστη. Ἡ θυσία ὅμως τοῦ ἁγίου ἔχει ἄλλες διαστάσεις, πού ξεφεύγουν ἀπό τά μέτρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί τήν περιβάλλουν μέ φωτοστέφανο θεϊκό. Συντελεῖται ὡς μίμηση Θεοῦ καί ἐπιτελεῖται ἐν ἀγάπῃ, «καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησεν ἡμᾶς καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμήν εὐωδίας» (Ἐφ 5,1-2). Ἔτσι, ἐνῶ τά κόκκαλα τῶν ἡρώων στηρίζουν τίς πατρίδες καί τίς κοινωνίες, πού συντηροῦν τήν ἀνθρωπότητα, τά λείψανα τῶν μαρτύρων στηρίζουν τίς ἅγιες Τράπεζες, πού τρέφουν μέ αἰώνια τροφή τήν φθαρτή μας φύση. Καί ὁ Δημήτριος, «ὁ σοφώτατος ἐν διδαχαῖς καί στεφανίτης ἐν μάρτυσι», δέν ἔκανε τίποτε λιγώτερο, παρά μιμήθηκε τόν Χριστό.
«Μύρον ἐκκενωθέν ὄνομά σου», εἶναι τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου στό Ἆσμα Ἀσμάτων (1,3), στό ὁποῖο οἱ πατέρες ἀκοῦνε τό γλυκύτατο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι τό μύρο πού χύνεται στόν κόσμο πού βρωμάει καί ἀποσυντίθεται ἀπό τήν ἀσέβεια καί τήν διαφθορά. Χύνεται μέ τόν λόγο καί τήν διδασκαλία τοῦ εὐαγγελίου καί ἀλλάζει τήν ἀτμόσφαιρα, μές στήν ὁποία ἀναπνέουν οἱ ψυχές, δημιουργεῖ μία καινή καί ὄμορφη κτίση, ξαναγεννᾶ καινούργιο καί ὡραῖο τόν ἄνθρωπο. Αὐτό τό μύρο εἶχε πάνω του ὁ Δημήτριος καί μοσχοβολοῦσε. Αἷμα ἔσταξε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πάνω στόν Σταυρό, ὅταν ἡ λόγχη τρύπησε τήν πανάχραντη πλευρά του, καί μέ τό αἷμα του μπολιάζει τήν ἄρρωστη ἀνθρωπότητα καί τῆς δίνει ζωή, τήν ἁγιάζει, τήν θεώνει. Καί ὁ Δημήτριος μέ τά λογχισμένα του μέλη ἀναζωγράφησε μπροστά μας τό πάθος τοῦ Χριστοῦ καί στάζοντας ἀπό τό αἷμα του προσφέρθηκε σ' Ἐκεῖνον πού ἔχυσε τό τίμιο αἷμα του γι' αὐτόν. Ἔγινε μιμητής Χριστοῦ, μυροβλήτης καί μεγαλομάρτυς, δόξασε τόν Κύριο καί τώρα δοξάζεται ἀπό αὐτόν.
Σήμερα ἡ ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης μαζί μέ τούς ἄλλους θησαυρούς της κρατᾶ ὁλοζώντανο στήν μνήμη καί στήν ζωή της τόν Δημήτριο, πού κι αὐτός ἀπό τήν «Χώρα τῶν ζώντων» προσεύχεται γιά τά παιδιά της, ὅπως καί γιά τά παιδιά ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας. Ζῆ τήν προστασία του σέ ποικίλους κινδύνους, ἐπικαλεῖται τήν πρεσβεία του καί γιορτάζει μαζί του τίς νίκες πού τῆς χαρίζει ὁ Θεός, ὅταν ἐν ὀνόματι Χριστοῦ κατατροπώνει ἀντίθεες καί ἀντίχριστες δυνάμεις. Χρειάζεται ὅμως νά ἀκούει καί τόν «σοφόν μάρτυρα», πού δέν ἔπαυσε ποτέ νά κηρύττει, χρειάζεται νά μιμεῖται τόν στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ, πού κατεπάλαισε τόν πονηρό. Τό χρέος μας αὐτό τό συνοψίζει σέ μία προτροπή του -πρός τούς Θεσσαλονικεῖς εἰδικά- ὁ Ἰσίδωρος, ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως στά τέλη του 14ου αἰ. «Ἐμεῖς, πατέρες καί ἀδελφοί, πού προεξάρχουμε σ' αὐτήν τήν πανήγυρη, ἄς μελετήσουμε τά μύρα τοῦ μυροβλήτου Δημητρίου καί ὅπως ἐκεῖνα ἀναβλύζουν ἀπό τήν θεία του σάρκα λόγῳ τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς καθαρότητος, ἔτσι κι ἐμεῖς νά ἁρμόσουμε τούς ἑαυτούς μας στήν καθαρότητα καί νά τούς ἑτοιμάσουμε γιά νά κατοικήσει μέσα μας τό θεῖο Πνεῦμα, ὥστε νά μπορέσουμε νά πηγάσουμε ἄλλα μύρα ἱερῶν χαρισμάτων».
+ Στέργιος Ν. Σάκκος

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

ΑΣ ΠΡΟΣΕΞΟΥΜΕ
Τά σκουπίδια
Ἀπό τά πιό χαρακτηριστικά δείγματα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι καί τά σκουπίδια. Ὅσο περισσότερα σκουπίδια παράγει καί πετάει ἕνα ἄτομο, μία πόλη, ἕνα κράτος, τόσο περισσότερο ἀνεβασμένο εἶναι τό βιοτικό του ἐπίπεδο, τόσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ εὐημερία του. Δεῖγμα πολιτισμοῦ καί εὐημερίας θεωροῦνται τά σκουπίδια.
Παλαιότερα ἔφθανε ἕνα φαράσι γιά νά μαζέψει τά λίγα σκουπίδια καί νά τά πετάξει στήν κοπριά τοῦ σταύλου. Σιγά-σιγά τό φαράσι δέν ἔφτανε καί χρησιμοποιήθηκαν μικρές σακκοῦλες, κουβάδες, εἰδικές πλαστικές σακκοῦλες. Σήμερα, χρειάζονται πλέον εἰδικά αὐτοκίνητα γιά νά συγκεντρώσουν τά σκουπίδια καί νά τά πετάξουν σέ εἰδικούς χώρους, στούς σκουπιδότοπους ἤ τίς χωματερές.
Ἄν ἦταν δυνατόν οἱ σακκοῦλες καί τά αὐτοκίνητα τῶν σκουπιδιῶν νά μαρτυρήσουν καί νά περιγράψουν τί περιέχουν, θά μᾶς ἔπιανε φρίκη καί τρόμος, ἴσως! Ἀπό τά πιό ἄχρηστα κάι βρομερά πράγματα, μέχρι τά πιό πολύτιμα μπορεῖ νά περιέχει μία σακκούλα σκουπιδιῶν. Τί χαρτιά, τί περιοδικά καί ἐφημερίδες, τί κουτιά καί ἀντικείμενα μιᾶς χρήσεως, τί ἀποφάγια καί ροῦχα μιᾶς χρήσεως μπορεῖς νά βρεῖς σ' ἕνα σύγχρονο σκουπιδοτενεκέ! Ὅ,τι δέν μᾶς ἀρέσει, φαγητό ἤ ροῦχο, τό πετᾶμε στά σκουπίδια. Κι ἀνάμεσα σ' αὐτά μπορεῖ νά βρεῖ κανείς ἀκόμη χειρότερα καί φρικιαστικά! Μπορεῖ νά βρεῖ ἀνθρώπινες ζωές, πολτοποιημένα ἔμβρυα, ὄνειρα, ἰδανικά, ὑψηλές ἰδέες, ἐθνικά σύμβολα, ἅγιους θεσμούς, πρόσωπα ἱερά.
Ἡ σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία ὅλα τά ἔβγαλε στό σφυρί, ὅλα τά πετάει στό σκουπιδόλακκό της. Καί καμαρώνει γι' αὐτό, καί ἀλαζονεύεται καί καυχιέται ὅτι πέταξε σάν ἄχρηστα, στόν κάλαθο τῶν ἀχρήστων αὐτά πού εἶναι τά πολυτιμότερα καί τά ἀναγκαιότερα στή ζωή μας. Ἄν μάθει κανείς νά πετάει, ἔπειτα τοῦ γίνεται συνήθεια καί τοῦ ἀρέσει νά πετάει χωρίς νά ἐξετάζει τί ρίχνει στά σκουπίδια. Καί τό χειρότερο· κρατάει, σάν χρήσιμα καί πολύτιμα, ἕνα σωρό σκουπίδια. Ὅλα αὐτά πού εἶναι κρεμασμένα στά περίπτερα, τά διαφημίζουν οἱ ἐπιτήδειοι λαοπλάνοι, οἱ πολιτικοί ἰνστρούχτορες καί τά προβάλλει ἡ τηλεόραση εἶναι γιά τούς περισσοτέρους «πολύτιμα καί ἀναγκαῖα», ἐνῶ εἶναι σκουπίδια χειρίστου εἴδους· ὅ,τι πιό βρομερό, ἀπαίσιο καί ἐπικίνδυνο.
Ἡ ἐποχή μας μεταβάλλει σιγά-σιγά τή γῆ σέ ἕνα τεράστιο σκουπιδότοπο. Σῆμα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι πλέον τά σκουπίδια. Δέκα μέρες ἔκαναν ἀπεργία οἱ ἐργαζόμενοι στήν ἀποκομιδή τῶν σκουπιδιῶν καί οἱ πόλεις βρόμισαν πρός μεγάλη χαρά τῶν σκυλιῶν καί τῶν ποντικῶν...
Αὐτά τά σκουπίδια μαζεύτηκαν καί πετάχτηκαν. Τά ἄλλα «σκουπίδια», οἱ χαλασμένες ἰδέες καί ἡ ἠθική βρομιά καί σαπίλα, πότε θά μαζευθοῦν γιά νά ξεβρομίσει ὁ τόπος; Φαίνεται ὅτι οἱ ἐργαζόμενοι σ' αὐτήν τήν ὑπηρεσία, ἡ λεγομένη «πνευματική ἡγεσία», ἔχουν κηρύξει ἀπεργία διαρκείας πρός μεγάλη χαρά «τῶν σκυλιῶν καί ποντικῶν τοῦ διαβόλου».
Προσοχή, φίλε ἀναγνώστη, στά σκουπίδια. Χρειάζεται σοφία, γιά νά ξεχωρίσεις τί εἶναι πραγματικά γιά πέταμα καί τί πρέπει νά κρατήσεις. Ἀλλιῶς, μπορεῖ νά πετάξουμε καί τήν ψυχή μας στά σκουπίδια!
† Βασίλειος Μανάδης
Φιλόλογος-Ἱστορικός
(ἀπό τό βιβλίο του «Πίστεψα καί λάλησα», ἔκδ. Ο.Χ.Α «Ἀπολύτρωσις»)

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013


Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ


Οπως ἀπ᾿ ὅλες τίς αἰσθήσεις καλύτερη εἶναι ἡ ὅραση, ἔτσι καί ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀρετές ἡ προσευχή εἶναι ἡ πιό θεία καί ἱερή.


* * *


῞Οπως τό ψωμί εἶναι τροφή τοῦ σώματος καί ἡ ἀρετή τροφή τῆς ψυχῆς, ἔτσι καί τοῦ νοῦ τροφή εἶναι ἡ πνευματική προσευχή.


* * *


Μακάριος ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος κατά τόν καιρό τῆς προσευχῆς μένει ἀνεπηρέαστος ἀπ᾿ ὅλα τά πράγματα.


* * *


Πολλές φορές ζήτησα μέ τήν προσευχή ἀπό τόν Θεό νά μοῦ γίνει κάτι πού νόμιζα καλό καί ἐπέμεινα παράλογα νά τό ζητῶ βιάζοντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν τόν ἄφηνα νά οἰκονομήσει ᾿Εκεῖνος ὅ,τι γνωρίζει ὡς συμφέρον δικό μου. Καί λοιπόν, ἀφοῦ ἔλαβα ὅ,τι ζήτησα, στενοχωρήθηκα ὕστερα πολύ, πού δέν εἶχα ζητήσει μᾶλλον νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Διότι δέν μοῦ ἦρθε τό πράγμα ἔτσι ὅπως τό νόμιζα.


῞Αγιος Νεῖλος

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Η ΦΙΛΑΥΤΙΑ
 ... Προκοπή, λέτε, δέν ἔχετε κάνει στήν πνευματική ζωή. Καί δέν θά κάνετε, ὅσο θά ὑπάρχει μέσα σας φιλαυτία. Αὐτή ἀναμφισβήτητα μαρτυρεῖ πώς τήν πρώτη θέση στήν καρδιά σας κατέχει τό «ἐγώ» καί ὄχι ὁ Κύριος. Ἡ ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας εἶναι ἡ ζωντανή «ἐντός ἡμῶν» ἁμαρτία, ἀπό τήν ὁποία προέρχεται ὅλη ἡ ἁμαρτωλότητά μας. Καί ὅταν εμαστε βυθισμένοι στήν ἁμαρτωλότητα, μᾶς πλησιάζει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ; Ὄχι! ὅπως ἡ μέλισσα δέν πλησιάζει ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει καπνός.
 Ἡ παρουσία τῆς φιλαυτίας στήν ψυχή μας δείχνει πώς ἡ πρώτη ἀπόφασή μας νά μετανοήσουμε καί νά ὑπηρετήσουμε τόν Κύριο ἦταν ἐλλιπής, χλιαρή, ἐπιπόλαιη. Ἡ ἀπόφαση αὐτή εἶναι ἡ ἀνταπόκριση στήν κλήση τοῦ Ἰησοῦ: «Εͺτις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν... καί ἀκολουθείτω μοι» (Μθ 16,24). Βλέπετε πώς ἡ πεμπτουσία τῆς κλήσεως εἶναι τό «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν». Καί τοῦτο σημαίνει ὁλοκληρωτική ἐξαφάνιση τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς φιλαυτίας, ἀσυγκατάβατο ἀγώνα ἐνάντια στή φιληδονία καί στήν αὐτοϊκανοποίηση.
 Ἀπό τή μιά θέλουμε νά σωθοῦμε. Κι ἀπό τήν ἄλλη συγκαταβαίνουμε στά θελήματά μας. Δέν μποροῦμε ὅμως νά ὑποτασσόμαστε καί στόν Θεό καί στόν ἑαυτό μας. «Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Μθ 6,24). Ὁ κύριος, λοιπόν, τῆς δικῆς σας καρδιᾶς ποιός εἶναι; Ὁ Χριστός ἤ ὁ ἑαυτός σας; Ἀφοῦ ἀπαντήσετε μέ εἰλικρίνεια σ’ αὐτό τό ἐρώτημα, καθίστε καί σκεφτεῖτε στά σοβαρά τί θά κάνετε.
 Μοῦ γράφετε νά προσευχηθῶ γιά τήν ἀπαλλαγή σας ἀπό τή φιλαυτία. Ἀλλά γιατί νά προσευχηθῶ; Ὁ Θεός δέν θά μέ ἀκούσει. Ἀκούει μόνο τίς προσευχές πού γίνονται γιά ὅσους καί ἀπ᾿ ὅσους ἀγωνίζονται ἐναντίον τῆς φιλαυτίας. Ἡ ἀφιλαυτία δέν χαρίζεται ἀπό τόν Κύριο. Προαπαιτεῖται γιά τήν ἀποστολή τῆς χάριτος καί ὅλων τῶν ἄλλων θείων εὐεργεσιῶν.
Ἀπό τίς ἐπιστολές 
τοῦ ὁσ. Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου 
(«Χειραγωγία στήν πνευματική ζωή», 
ἔκδ. Ἱ.Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2005, σελ. 142-143)