Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ
(Σύντομος βίος)
(Σύντομος βίος)
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους Πατέρες καί διδασκάλους τῆς μυστικῆς καί νηπτικῆς θεολογίας καί τῆς δογματικῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Καταγόταν ἀπό ἀριστοκρατική καί πλούσια γενιά. Οἱ γονεῖς του προέρχονταν ἀπό τήν Μ. Ἀσία. Μέ τήν προσπέλαση ὅμως τῶν Τούρκων στά Βυζαντινά ἐδάφη, ἀναγκάστηκαν νά ἐγκαταλείψουν τήν πατρίδα τους καί νά ἐγκατασταθοῦν στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ὁ πατέρας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἔφτασε σέ μεγάλα ἀξιώματα καί ἔγινε Συγκλητικός. Ἀλλά ἡ πίστη του καί ἡ ἀγάπη του γιά τό Θεό, δέν τόν ἄφηναν νά προσφερθεῖ ὁλοκληρωτικά στά κοσμικά ἀξιώματα καί στίς τιμές. Ἀντίθετα πολλές φορές λειτουργοῦσαν εἰς βάρος τῶν πολιτειακῶν του ὑποχρεώσεων. Διηγοῦνται χαρακτηριστικά οἱ βιογράφοι ὅτι κάποτε, σέ μιά συνεδρίαση τῆς Συγκλήτου, ἦταν βυθισμένος σέ βαθιά προσευχή, ἐνῶ τό θέμα ἦταν πολύ σοβαρό καί ἡ συζήτηση ὀξεία. Ὁ αὐτοκράτορας, πού ἰδιαίτερα ὑπολόγιζε τή γνώμη του, στράφηκε πρός τό μέρος του γιά νά ζητήσει τή γνώμη του. Ὁ Συγκλητικός ὅμως προσευχόταν καί βρισκόταν σέ ἄλλους κόσμους. Ὁ αὐτοκράτορας συγκινήθηκε ἀπό τό θέαμα καί δέν τόλμησε «νά τόν κατεβάσει ἀπό τόν οὐρανό».
Ὁ Γρηγόριος γεννήθηκε τό 1296 μ.Χ. καί μεγάλωσε στήν αὐτοκρατορική αὐλή. Πολύ νωρίς, σέ ἡλικία μόλις ἑπτά ἐτῶν, ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα, ἀλλά παρέμεινε κάτω ἀπό τήν προστασία καί τήν προσωπική ἐπίβλεψη τοῦ αὐτοκράτορα.
Ὅταν τελείωσε τή βασική ἐκπαίδευση, ὁ αὐτοκράτορας τοῦ ἔδωσε τή δυνατότητα νά παρακολουθήσει στό Πανεπιστήμιο φιλοσοφικές σπουδές. Ἐδῶ ὁ Γρηγόριος διακρίθηκε τόσο γιά τή μεγάλη διάνοιά του, ὅσο καί γιά τή βαθιά ἐπιμέλεια καί ἐπίδοσή του στό φιλοσοφικό καί θεολογικό χῶρο. Ἀναφέρεται ὅτι κάποτε τοῦ ἀνέθεσαν νά κάνει μιά διάλεξη στά ἀνάκτορα, ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα καί ὅλων τῶν ἐπισήμων καί τῶν ἐκπροσώπων τῶν τεχνῶν καί τῶν γραμμάτων, μέ θέμα τή ζωή καί τή σκέψη τοῦ Ἀριστοτέλη. Ἡ ἐπιτυχία του ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε ὁ δάσκαλός του εἶπε, μπροστά σ᾽ ὅλο τό πλῆθος, πώς ἄν παρευρισκόταν στή διάλεξη ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης, ἀσφαλῶς θά τόν χειροκροτοῦσε γιά τήν παρουσίαση πού τοῦ ἔκανε.
Ὅπως καί τόν πατέρα του, οἱ ἐπιτυχίες καί τά ἀξιώματα δέν τόν μεθοῦσαν. Ἀλλοῦ εἶχε αὐτός τό «ὄμμα τῆς ψυχῆς» στραμμένο. Ἡ φλογερή ἀγάπη του γιά τό Θεό τοῦ σκίαζε τή λάμψη τῆς κοσμικῆς δόξας. Ἔτσι σέ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, ἀφοῦ πρῶτα ἐνέπνευσε στίς ἀδερφές καί στή μητέρα του τήν ἀγάπη γιά τή μοναχική ζωή καί τήν ἀπόφαση νά ἀφήσουν τόν κόσμο, ἀναχώρησε μαζί μέ τά τρία ἀδέρφια του καί ἐγκαταστάθηκαν στή φημισμένη Μονή, πού βρισκόταν στό ὄρος Παπίκιο, μεταξύ Μακεδονίας καί Θράκης. Ἡ φήμη ὅμως τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν καί ὅσα ὁ ἴδιος εἶχε ἀπό παιδί ἀκόμα ἀκούσει, ἀπό τούς μοναχούς πού ἐπισκέπτονταν κατά καιρούς τήν Κωνσταντινούπολη, τόν ἔφεραν γρήγορα στό ποθητό Ἀθωνίτικο περιβάλλον.
Ἀρχικά ἐγκαταστάθηκε σ᾽ ἕνα ἐρημητήριο κοντά στό Βατοπέδι, κάτω ἀπό τήν ὑπακοή καί τήν πνευματική καθοδήγηση κάποιου σπουδαίου ἀσκητῆ πού ὀνομαζόταν Νικόδημος. Πολύ σύντομα ὅμως ὁ Γέροντας Νικόδημος ἄφησε τή γῆ καί ὁ Γρηγόριος κοινοβίασε στή Μεγίστη Λαύρα.
Ἡ ζωή ὅμως τῆς ἐρήμου γέμιζε περισσότερο τήν ψυχή του. Γι᾽ αὐτό καί ὅταν πέθανε ὁ ἕνας ἀπό τά δυό ἀδέρφια του, ὁ Θεόδοτος, ἄφησε τό Μοναστήρι καί ἀπομακρύνθηκε στήν ἐρημική σκήτη, πού ὀνομαζόταν Γλωσσία, μαζί μέ τόν ἄλλο του ἀδελφό τό Μακάριο. Ἡ σκήτη αὐτή ἀνῆκε στή Μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας καί εἶχε Γέροντα κάποιο ἐξαίρετο μοναχό, τό Γρηγόριο.
Οἱ ἀκατάπαυστες ὅμως ἐπιδρομές τῶν Τούρκων πειρατῶν τούς ἀπειλοῦσαν διαρκῶς καί μάλιστα ὅσους κατοικοῦσαν στήν ἔρημο, ὅπου δέν ὑπῆρχαν ὀχυρά καί τείχη, ὅπως εἶχαν τά μεγάλα Μοναστήρια. Ἔτσι ὁ Γρηγόριος μαζί μέ μιά ὁμάδα μοναχῶν, ἀποφάσισαν νά ἐγκαταλείψουν πάλι τήν ἔρημο, νά πᾶνε στά Ἱεροσόλυμα καί ἐκεῖ νά ἐγκαταβιώσουν σέ κάποια μεγάλη Μονή ἤ Σκήτη. Ὁ Θεός ὅμως ἄλλα σχεδίαζε γιά τή ζωή τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Ἔτσι, ὅταν πέρασε ἡ συνοδεία ἀπό τή Θεσσαλονίκη, συνάντησε διαφορετικές συνθῆκες, ἀπ᾽ ὅ,τι εἶχε ὑπολογίσει καί οἱ ταξειδιῶτες ἀναγκάστηκαν νά ἐγκαταλείψουν τό σχέδιό τους καί τό ταξείδι τους.
Στή Θεσσαλονίκη τό 1326 μ.Χ., σέ ἡλικία τριάντα ἐτῶν, χειροτονήθηκε ἱερέας καί θεμελίωσε νέο ἡσυχαστήριο στήν περιοχή τῆς Βέροιας. Ἐκεῖ, παρόλο πού ἦταν προϊστάμενος, ζοῦσε τελείως ἀπομονωμένος, μέ μεγάλη ἄσκηση, προσευχή καί σιωπή καί ἔβγαινε ἀπό τό κελλί του μόνο τό Σάββατο καί τήν Κυριακή, γιά νά λειτουργήσει καί νά δεῖ τούς ἀδερφούς.
Μόλις πέντε χρόνια μπόρεσε νά ἀπολαύσει τήν ἀγαπημένη του ἔρημο καί ἡσυχία. Σέρβοι ἐπιδρομεῖς ἔφτασαν στήν περιοχή καί ἡ συνοδεία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ἀναγκάστηκε νά ἐγκαταλείψει τό ἐρημητήριό της καί νά ξαναγυρίσει στόν Ἄθωνα. Αὐτή τή φορά διάλεξε γιά τόπο ἡσυχίας καί ἀπομόνωσης τό κελλί τοῦ Ἁγίου Σάββα, πού βρισκόταν κοντά στή Λαύρα, σέ ἀπόκρημνη περιοχή, ἀπ᾽ ὅπου χρειάζεται μιᾶς ὥρας κοπιαστική πορεία, γιά τή Μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας. Στό κελλί τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κράτησε τό ἴδιο τυπικό μέ αὐτό πού εἶχε στή Βέροια.
Δέν πρόλαβε ὅμως πάλι νά χαρεῖ τήν ἡσυχία καί τό ἐρημικό κελλί του. Τόν ἐξέλεξαν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου. Ἀλλά καί σ᾽ αὐτόν τόν τόπο δέν παρέμεινε γιά πολύ. Ἡ ζωή τῆς ἀσκήσεως στήν ὁποία εἶχε ὑποβάλλει τόν ἑαυτό του, δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τούς ἐκεῖ μοναχούς. Ἔτσι γύρισε πίσω στό κελλί του. Ἐδῶ τόν περίμεναν νέοι καί ἰδιόμορφοι ἀγῶνες.
Κάποιος Ἕλληνας ἀπό τήν Καλαβρία τῆς Ἰταλίας, ἔφτασε τό 1330 μ.Χ. στήν Κωνσταντινούπολη καί ἐπιδόθηκε στή διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας καί τῆς Λογικῆς. Ἦταν ὁ γνωστός Βαρλαάμ, στόν ὁποῖο μάλιστα ὁ Ἰωάννης ὁ Καντακουζηνός, πού εἶχε τό ἀξίωμα τοῦ «μεγάλου Δομέστικου» (πρωθυπουργοῦ), ἐμπιστεύτηκε μιά ἕδρα τοῦ αὐτοκρατορικοῦ Πανεπιστημίου καί αὐτό συνετέλεσε στό νά γίνει ὁ Βαρλαάμ περισσότερο γνωστός στόν κύκλο τῶν γραμμάτων. Ὁ σκοπός καί τό ἔργο τοῦ Βαρλαάμ, ὅπως ἀργότερα ἀποδείχτηκε, δέν ἦταν τυχαῖα. Ὅταν τό 1333-34 ὁ Πάπας ἔστειλε δύο Δομηνικανούς θεολόγους γιά νά προετοιμάσουν τό διάλογο γιά τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, ὁ Βαρλαάμ ἀνέλαβε νά ἐκπροσωπήσει τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καί ναί μέν διακήρυττε πάντοτε τήν ὀρθοδοξία του, ἀλλά δέν ἀντέδρασε καθόλου στή θέση τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν περί τῆς «ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Βασιζόμενος στά κείμενα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, παρερμήνευσε τόν ἀποφατισμό τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας μέ τήν σκέψη ὅτι, ἐφόσον ὁ Θεός εἶναι τό «ἐπέκεινα», δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ὁδηγηθεῖ στή θεοπτία. Σ᾽ αὐτό τό σημεῖο ἄρχισε ἡ ἀντιδικία του μέ τούς ὀρθόδοξους μοναχούς, τῶν ὁποίων ὁ Βαρλαάμ περιγέλασε τή νηπτική τακτική καί τή μέθοδο τῆς καθάρσεως τοῦ νοῦ διά τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ὀνομάζοντάς τους «ὀμφαλοσκόπους».
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δέν μποροῦσε νά σιωπήσει. Ἀπό τό ἐρημητήριο τοῦ Ἁγίου Σάββα καί ἀργότερα ἀπό τή Θεσσαλονίκη συνέταξε τίς περίφημες Τριάδες, γιά τήν ὑπεράσπιση τοῦ ἡσυχασμοῦ. Τά κείμενα αὐτά κατοχυρώνουν, γιά πρώτη φορά θά λέγαμε, τή θεολογία τοῦ ἡσυχασμοῦ. Ἡ εὐκαιρία πού δόθηκε μέ τήν αἱρετική θέση καί πρόκληση τοῦ Βαρλαάμ, ἔδωσε τή δυνατότητα στήν ὀρθόδοξη θεολογία νά προσδιορίσει τήν ἔννοια καί τό νόημα τοῦ ἡσυχασμοῦ καί ἀκόμα τή σχέση του μέ τά βασικά δόγματα, γιά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, τή Σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί τήν ἀπολυτρωτική χάρη τῶν Μυστηρίων.
Ὁ Γρηγόριος στή συνέχεια ξεκαθαρίζει τό θέμα τῆς θεωρίας τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Ὁ Θεός, λέει, δέν εἶναι δυνατόν νά κατανοηθεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο, ὡς πρός τήν οὐσία Του. Μπορεῖ ὅμως νά ἀποκαλυφθεῖ καί ὁ ἄνθρωπος νά κοινωνήσει μαζί Του, «διά τῶν θείων ἐνεργειῶν». Μέ τή θέση αὐτή, ἡ ὁποία περιγράφηκε καί ἐκφράστηκε δογματικά πρῶτα ἀπό τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἔκλεισε τό πολυσύνθετο θέμα τῆς θέας τοῦ Ἀκτίστου Φωτός καί τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Τό 1341 μ.Χ. ἡ Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη καταδίκασε τό Βαρλαάμ καί ἔτσι τελείωσε ἡ πρώτη φάση τῆς ἡσυχαστικῆς ἔριδας, ἡ ὁποία εἶχε τρία βασικά ἀντικείμενα:
α) Τήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
β) Τή γνώση τοῦ Θεοῦ καί
γ) Τή θέα τοῦ Ἀκτίστου Φωτός.
Ἡ ἑπόμενη φάση τῶν «ἡσυχαστικῶν ἐρίδων» ἀρχίζει τό 1341 μ.Χ. καί τελειώνει τό 1347 μ.χ. Ἀντιμέτωπο αὐτή τή φορά εἶχε τόν Ἀκίνδυνο.
Ὁ Ἀκίνδυνος ἦταν μοναχός Βουλγαρικῆς καταγωγῆς καί παλιός μαθητής τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου στόν Ἄθωνα. Ἀρχικά ὁ Ἀκίνδυνος στάθηκε ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς μεταξύ τῶν ἀπόψεων τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ Παλαμᾶ. Ἀργότερα κράτησε δική του θέση συντηρητική καί ἐξωτερικά παραδοσιακή. Ἡ βάση της ὅμως ἦταν μιά ἀπόλυτα αἱρετική παρέκκληση ἀπό τό ὀρθόδοξο δόγμα καί τήν ἐκκλησιαστική παράδοση.
Δυστυχῶς οἱ ἀπόψεις τοῦ Ἀκινδύνου ὑπερίσχυσαν καί ὁ Παλαμᾶς ἀπομακρύνθηκε καί ἐξορίστηκε σέ κάποια Μονή τοῦ Βοσπόρου. Ἀπό ἐκεῖ τόν μετέφερναν ἀπό Μονή σέ Μονή καί τέλος τόν ἔκλεισαν στίς φυλακές τῶν ἀνακτόρων. Παράλληλα τό 1346 ἡ Σύνοδος τόν ἀπέκοψε ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική κοινωνία, ὡς αἱρετικό.
Ἀπό τίς φυλακές ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἔγραψε πολλές ἐπιστολές καί τούς ἀντιρρητικούς λόγους κατά τοῦ Ἀκινδύνου.
Τό 1346 μ.Χ., ὕστερα ἀπό ἐπέμβαση τῆς βασιλομήτορας Ἄννας, ἐλευθερώθηκε. Ἐδῶ ἔκλεισε καί ἡ δεύτερη φάση τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων, πού τόσο ταλαιπώρησαν τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί πού ἔδωσαν τήν εὐκαιρία νά ἐκφραστεῖ γιά μιά ἀκόμη φορά ἡ ὀρθή πίστη τῆς Ἐκκλησίας.
Τόν ἴδιο χρόνο ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐκλέχθηκε ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἀλλά ἐξαιτίας πολιτικῶν ἀναταραχῶν δέν μπόρεσε νά ἐγκατασταθεῖ στήν ἕδρα του, καί παρέμεινε γιά ἕνα διάστημα μεταξύ Ἁγίου Ὅρους καί Κωνσταντινουπόλεως. Ὅταν ὅμως ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνός κατέλαβε τή Θεσσαλονίκη, ἐγκαταστάθηκε καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κοντά στό ποίμνιό του.
Στή Θεσσαλονίκη ὁ Παλαμᾶς ἀντιμετώπισε ἕνα νέο ρεῦμα δοξασιῶν, μέ ἐπικεφαλῆς κάποιον Γρηγορᾶ, μαθητή τοῦ Ἀκινδύνου. Δύο ὅμως ἀλλεπάλληλες Σύνοδοι τό 1351-52, καταδίκασαν τό Γρηγορᾶ, πρίν ἀκόμα νά τοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία νά διαταράξει ἐκ νέου μέ τίς δοξασίες του τήν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν προσπάθειά του νά μεσολαβήσει μεταξύ δύο πολιτικῶν ἀντιπάλων καί νά εἰρηνεύσει τήν πολιτική κατάσταση γιά τό καλό καί τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας, ἔπεσε στά χέρια τῶν Τούρκων, ἔξω ἀπό τήν νῆσο Τένεδο. Τά χρόνια πού ἀκολούθησαν τοῦ πρόσθεσαν πολλούς κόπους καί ταλαιπωρίες, ἀλλά προσπάθησε νά ἐκμεταλλευτεῖ «τά δεσμά» του, προσεγγίζοντας τούς Τούρκους καί προετοιμάζοντας τήν Κατήχηση καί τήν εἴσοδό τους στήν Ἐκκλησία. Τό 1355 ἐλευθερώθηκε καί ξαναγύρισε στή Θεσσαλονίκη, ὅπου καί πέθανε τό 1359 μ. Χ.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀναγνωρίζοντας στό πρόσωπό του ἕνα γνήσιο τέκνο της καί αὐτόν πού ἐξέφρασε θεωρητικά καί δίδαξε πρακτικά ὅτι τό δόγμα καί ἡ παράδοση δέν εἶναι στεγανά καί ἡ πίστη δέν εἶναι, ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς τοποθετήσεως, μιά ἁπλή καί ἄκαμπτη «ἐπανάληψη τῶν γνωστῶν», ἀλλά εἶναι ἕνας διαρκής χείμαρρος πού ρέει ἀκατάπαυστα μέσα στήν Ἐκκλησία καί τή ζωογονεῖ, τόν ἀνακήρυξε ἅγιο (1368 μ.Χ.) καί ἔχει ἀφιερώσει στή μνήμη του τή Β' Κυριακή τῶν Νηστειῶν.
Τό ἔργο του
Τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου ὑπῆρξε πολύ μεγάλο καί σέ ὄγκο καί σέ βάθος. Ἡ θεολογία του δέν ξεκινάει ἀπό φιλοσοφικές ἔννοιες, ἀλλά ἀπό τήν προσωπική ἐμπειρία. Αὐτό δέν ὑπονοεῖ καμιά ἀπολυτοποίηση τῆς γνώσεως, ἀντίθετα τονίζει ὅτι ἡ θεολογία καί ἡ πίστη δέν ἔχουν βάση τή γνώση πού πηγάζει ἀπό τήν αἴσθηση, ἀλλά βασίζονται στή γνώση πού ξεκινάει καί τρέφεται μέ τή διόραση. Μ᾽ ἄλλα λόγια ἡ μελέτη τῶν ὄντων μόνο δέν ὁδηγεῖ στή θεογνωσία, ἀλλά ἡ θεγνωσία γεννιέται στήν ψυχή ἀπό τόν Ἴδιο τό Θεό, πού «αὐτοαποκαλύπτεται», κοινωνεῖ μέ τόν ἄνθρωπο καί τοῦ διδάσκει τήν «ἄνωθεν σοφία».
Στά συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου διδάσκεται καθαρά καί ἐπίμονα ἡ διάκριση μεταξύ τῆς οὐσίας καί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι «αὐθύπαρκτος, αὐτοπάτωρ καί ἀκατάληπτος», ἐνῶ οἱ ἐνέργειες εἶναι «ἐνυπόστατα στοιχεῖα» πού κοινωνοῦν μέ τόν ἄνθρωπο.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι συγκεφαλαίωση τῆς κτίσεως, πού ὑποδουλώθηκε ὅμως σ᾽ αὐτή μετά τήν πτώση του. Μέ τό βάπτισμα «ἐκβάλλεται» ὁ Σατανᾶς ἀπό τήν ψυχή καί τήν πολεμάει πλέον «ἐκ τῶν ἔξω». Γι᾽ αὐτό, ὡς βασικές προϋποθέσεις γιά τήν ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου, θεωρεῖ τό βάπτισμα καί τή Θ. Εὐχαριστία. Ἡ Θ. Εὐχαριστία μαζί μέ τή βίωση τῆς μετανοίας καί τῆς ἀσκήσεως ὁδηγοῦν στή «μέθεξι» τοῦ Θεοῦ καί κάνουν τόν ἄνθρωπο «ἐν τῷ Χριστῷ ἄναρχον καί ἀτελεύτητον». Αὐτό δέν εἶναι φιλοσοφική θεώρηση, ἀλλά πραγματικότητα, τήν ὁποία βίωσαν, κατά κάποιο τρόπο, ἀπόλυτα ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί ὁ Τίμιος Πρόδρομος, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν πλέον καί τά ἀρχέτυπα ὅσων ἐπιθυμοῦν νά ἁγιαστοῦν καί νά ζήσουν αἰώνια.
Τό συγγραφικό του ἔργο ἔχει τά ἑξῆς μέρη:
Α' Ἐπιστολές: Κατά τή Β' φάση τῆς ἡσυχαστικῆς ἔριδας, πρός «οἰκείους καί ἀντιπάλους».
Β' Πραγματεῖες: Ἀναφέρονται στήν ἡσυχαστική ἔριδα καί εἶναι:
α) Περί ἑνώσεως καί διακρίσεως
β) Διάλεξη ὀρθοδόξου καί Βαρλααμίτου
γ) Ἀπολογία περί διθεΐας
δ) Περί τῆς θείας καί θεοποιοῦ μεθέξεως
ε) Περί διχοτομήσεως τοῦ Θεοῦ ὑπό Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου κτλ.
Γ' Συγγράμματα: Περί Ἁγίου Πνεύματος
Δ' Ἐπιστολές: Εἰς Ἀκίνδυνον καί Βαρλαάμ
Ε' Συγγράμματα: Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων
ΣΤ' Ὁμολογιακά:
α) Ἁγιορείτικος τόμος
β) Ὁμολογία Πίστεως
γ) Ἀναίρεση διαφόρων ἐπιστολῶν τῶν ἀντιπάλων του
Ζ' Ἀντιρρητικοί κατά Ἀκινδύνου
Η' Κείμενα σχετικά μέ τό ποιμαντικό του ἔργο
Θ' Ἀσκητικά καί πνευματικά συγγράμματα
Ι' Ὁμιλίες
Ὁ συγγραφικός πλοῦτος, πού κληροδότησε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, εἶναι ἀνεκτίμητος. Δίκαια ὁ ὑμνογράφος του τόν ἀποκαλεῖ «λύρα τοῦ Πνεύματος». Ἔζησε μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τράφηκε ἀπό τό Ἄκτιστο Φῶς καί ἄφησε τήν ἐμπειρία του στήν Ἐκκλησία, ὡς ὁδηγητική στήλη στή «ζοφερά νύχτα τοῦ παρόντος αἰῶνος».