Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Οι Αγίοι Πέντε: Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης-

12ΔΕΚ

Ευστράτιον και συνάθλους δις δύο,

Απαξ δύο κτείνουσι πυρ τε και ξίφος.
Οι Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης έζησαν κατά την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού (284-305 μ.Χ.) οι οποίοι μάχονταν τους Χριστιανούς. Ο Διοκλητιανός τότε είχε ορίσει διοικητή της επαρχίας Λιμιτανέων το δούκα Λυσία, και άρχοντα σ’ όλη την επαρχία της Ανατολής τον Αγρικόλα.
Οι πέντε αυτοί μάρτυρες σέβονταν και πίστευαν στον Χριστό εκ προγόνων, αλλά το έκρυβαν ότι ήταν Χριστιανοί, από φόβο αυτών των τυράννων και διωκτών των Χριστιανών. Από αυτούς, ο Άγιος Ευστράτιος καταγόνταν από την πόλη των Αραβράκων, και είχε το αξίομα του αξιωματούχου ως Σαρινιάριος της Δουκικής Τάξης. Είχε την επιθυμία να εκδηλώσει την πίστη του στο Χριστό, αλλά φοβόταν το αποτέλεσμα αυτής της κατάληξης. Γι΄αυτό έδωσε τη ζώνη του σε κάποιον υπηρέτη του και τον πρόσταξε να πάει στην εκκλησία των Αραβράκων και να την αποθεσει εκεί. Ο Άγιος προέβη σ’ αυτήν την ενέργεια με την εξής σκέψη: αν τη ζώνη την έπαιρνε ο ιερέας Αυξέντιος κατά την είσοδο του στο ναό, αυτό θα αποτελούσε θεία ένδειξη- έτσι θα μπορούσε να προχωρήσει, να φανερώσει την πίστη και να υποστεί το μαρτυρικό θάνατο που ποθούσε. Αν όμως τη ζώνη την έπαιρνε κάποιος άλλος, θα κρατούσε ακόμη κρυφή την πίστη του και δε θα την εκδήλωνε.
Ο υπηρέτης εκτέλεσε την εντολή του Αγίου και επιστρέφοντας τον πληροφόρησε ότι τη ζώνη την πήρε ο πρεσβύτερος Αυξέντιος. Έτσι ο Αγιος σχημάτισε τη γνώμη ότι η μαρτυρία του προς χάρη του Χριστού θα έχει καλή έκβαση γι’ αυτόν. Αμέσως τότε παρουσιάστηκε στο Λυσία και του δήλωσε με παρρησία ότι πιστεύει στο Χριστό. Μάλιστα ο άγιος παρουσιάστηκε στο Λυσία μαζί με άλλους προαθλήαντες αγίους και όντας πρώτος στην τάξη τους, ανακήρυξε τον εαυτό του πρώτο χριστιανό και άσκησε δριμύτατο έλεγχο σ’ αυτόν.
Ο Λυσίας, μετά από το γεγονός αυτό, έγινε έξω φρενών και τον καθαίρεσε αμέσως από το αξίωμα του. Στη συνέχεια πρόσταξε τους δήμιους και τον υπέβαλαν σε φριχτά βασανιστήρια. Πρώτα πρώτα τον γύμνωσαν και αφού του τέντωσαν το σώμα καταγής με ειδικό μηχάνημα, τον έδειραν ανελέητα με μαστίγια. Έπειτα τον έδεσαν με σχοινιά και τον σήκωσαν ψηλά. Άναψαν δε κάτω από το σώμα του μεγάλη φωτιά και το κατέκαψαν. Κατόπιν ανάμειξαν αλάτι και ξύδι και έχυσαν το μείγμα πάνω στα καμένα μέλη του. Μετά από αυτά του κατέστρεψαν με όστρακα τις πλευρές. Ο άγιος Μάρτυς όμως, ύστερα από θαυματουργική επέμβαση του Θεού κατέστη απόλυτα υγιής. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσχωρήσει στην πίστη του Χριστού ο Άγιος Ευγένιος.
Τότε οι δήμιοι φόρεσαν στα πόδια του Αγίου Ευστρατίου σιδερένια υποδήματα με καρφιά στο εσωτερικό τους και τον οδήγησαν από τη Σεβάστεια στη Νικόπολη της Αρμενίας μαζί με τον Ευγένιο. Καθ’ οδόν προς τη Νικόπολη, τον είδε οδηγούμενο κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Άγιος Μαρδάριος και τον μακάριζε για την καρτερία και υπομονή του. Στη συνέχεια συμβουλεύτηκε τη σύζυγο του, η οποία και τον προέτρεψε να γίνει και αυτός αθλητής του Χριστού. Τότε ο Μαρδάριος τρέχοντας έφτασε τον οδοιπορούντα Άγιο Ευστράτιο και δέθηκε μαζί του με τα δεσμά, δηλώνοντας στους στρατιώτες ότι και αυτός είναι χριστιανός.
Μόλις ο Λυσίας κάθισε στο κριτήριο του, πρόσταξε τους στρατιώτες και οδήγησαν ενώπιον του τον άγιο Αυξέντιο. Εκεί στην προσπάθεια του τυράννου να τον πείσει να επιστρέψει στην ειδωλολατρία, αρνήθηκε κατηγορηματικά, δηλώνοντας ότι παραμένει ακλόνητος στην πίστη του. Ο Λυσίας τότε έγινε έξω φρενών και με προσταγή του οι δήμιοι αποκεφάλισαν τον Άγιο.
Ακολούθως οδηγήθηκε σε δίκη ό Άγιος Μαρδάριος. Αλλά και εκείνος παρά τις προσπάθειες του τυράννου να τον μεταπείσει, έμεινε προσηλωμένος στο Χριστό. Ο Λυσίας αγανάκτησε από το γεγονός αυτό και υπέβαλε τον Άγιο σε βασανιστήρια. Πρώτα λοιπόν του τρύπησαν με σιδερένια περόνια τους αστραγάλους και αφού πέρασαν από τις τρύπες σκοινιά τον κρέμασαν κατακέφαλα. Στη συνέχεια του κατέκαψαν με πυρακτωμένα σουβλιά τα νεφρά και τη ράχη. Έτσι ο Άγιος μάρτυς Μαρδάριος ετελειώθη και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Έπειτα οδηγήθηκε στο κριτήριο ο Άγιος Ευγένιος. Αλλά και εκείνος έμεινε ακλόνητος στην πίστη του στο Χριστό. Γι’ αυτό το λόγο οι δήμιοι του απέκοψαν τη γλώσσα από τη ρίζα και του συνέτριψαν με ρόπαλα τα σκέλη. Μέσα σ’ αυτά τα δεινά ο άγιος μάρτυς Ευγένιος παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Κυρίου.
Μετά από αυτά ο Λυσίας πήγε στο πεδίο ασκήσεων, για να γυμνάσει τους στρατιώτες. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ένας στρατιώτης που ονομαζόταν Ορέστης. Ο στρατιώτης αυτός ήταν χριστιανός, αλλά ως τότε έκρυβε την πίστη του. Σε κάποια στιγμή που έριχνε το ακόντιο, φάνηκε ο σταυρός που φορούσε. Έτσι μετά από αυτό το περιστατικό αναγκάστηκε να ομολογήσει την πίστη του. Ο Λυσίας έμεινε εμβρόντητος από την αποκάλυψη αυτή και με προσταγή του οι άλλοι στρατιώτες έδεσαν τον Ορέστη με σιδερένια δεσμά μαζί με τον άγιο Ευστράτιο. Όμως δεν τους κράτησε στη Νικόπολη για να τους δικάσει ο ίδιος αλλά τους έστειλε στη Σεβάστεια να δικαστούν από τον Αγρικόλα. Ο Λυσίας φοβόταν, μήπως θαυματουργώντας και πάλι ο Άγιος, προσελκύσει πολλούς στην πίστη του Χριστού.
Μπροστά στον Αγρικόλα ο Άγιος Ευστράτιος, που ήταν πολύ μορφωμένος και είχε άριστη θεολογική και φιλοσοφική κατάρτιση, ανέλυσε με πληρότητα όλη την κατά Χριστόν οικονομία για τη σωτηρία των ανθρώπων. Προκάλεσε δε ο Άγιος με το λόγο του, μεγάλη έκπληξη αλλά και απερίγραπτη οργή στον τύραννο. Μετά από αυτά ο Άγιος φυλακίστηκε. Εκεί τον επισκέφτηκε τη νύχτα ο επίσκοπος της Σεβάστειας Άγιος Βλάσιος και του μετέδωσε τα Άχραντα Μυστήρια. Τότε ο Άγιος Ευστράτιος του παρέδωσε το κείμενο της διαθήκης του και τον παρακάλεσε για την πιστή εκτέλεση της.
Υστερα από λίγο χρονικό διάστημα ο τύραννος πρόσταξε τους δήμιους και ξάπλωσαν πρώτα τον Άγιο Ορέστη πάνω σ’ ένα πυρακτωμένο σιδεροκρέβατο. Εκεί ο Άγιος ετελειώθη και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Στη συνέχεια οι δήμιοι άναψαν μια κάμινο και έριξαν μέσα σ’ αυτήν τον Άγιο Ευστράτιο, Εκεί ο Άγιος ετελειώθη και έλαβε από τον Κύριο τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.

Τη μνήμη των Αγίων Πέντε Μαρτύρων, Ευστρατίου, Αυξεντίου, Ευγενίου, Μαρδαρίου και Ορέστη την εορτάζουμε στις 13 Δεκεμβρίου.
Πηγή: Συναξαριστής Δεκεμβρίου του Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου