Ὁ πρῶτος ἀνθρωπόθεος
Μοναδική εἶναι ἡ θέση πού κατέχει μέσα στήν Ἐκκλησία ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας καί ξεχωριστή μέσα στίς καρδιές τῶν πιστῶν. Ἡ ταπεινή καί ὁλοκληρωτική προσφορά της στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου τήν ὕψωσε καί τήν δόξασε πάνω ἀπό ὅλους τούς ἁγίους, ὥστε νά εἶναι ἡ Παναγία μας. Τό μεγαλεῖο της ὅλο, πράγματι, βρίσκεται στό ὅτι δέχτηκε ὑπάκουα καί ταπεινά νά δανείσει στόν Θεό τή σάρκα καί τό αἷμα της καί μυστηριακά καί ὑπεράνθρωπα νά γεννήσει τόν Θεάνθρωπο. Γι' αὐτό καί εἶχε τήν τιμή ἡ Παρθένος Μαρία νά γίνει ὁ πρῶτος ἀνθρωπόθεος.
Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, λένε οἱ πατέρες, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο θεό· αὐτό σημαίνει, νά τοῦ ἐξασφαλίσει τή σωτηρία ἀπό τόν ὄλεθρο τῆς ἁμαρτίας καί νά τοῦ χαρίσει τήν αἰωνιότητα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Τό ἔργο τῆς λυτρώσεως, πού συντελέστηκε μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπιτελεῖται γιά ὅλους ὅσοι πιστεύουν στό ὄνομά του, μέσα στήν Ἐκκλησία. Μέ τό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου καί μέ τήν χάρη τῶν μυστηρίων ὁ ἄνθρωπος μεταμορφώνεται, ἐγκεντρίζεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί θεώνεται. Πρῶτο καί κύριο ἁπτό στοιχεῖο αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀνέδειξε ὁ Κύριος, πρίν ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία ἱδρυθεῖ, τήν Παναγία!
Ἄν ἐγκύψουμε στό θεολογικό βάθος τῆς ἱστορίας τῆς Θεοτόκου, θά δοῦμε, πράγματι, ὅτι ἡ ζωή της σημαδεύεται ἀπό ἐκεῖνα ἀκριβῶς τά γεγονότα, πού συνιστοῦν τήν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας· τήν ἀνάσταση καί τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τήν ὥρα τοῦ εὐαγγελισμοῦ της, ὅταν μέ πίστη ἀπόλυτη παρέδωσε τόν ἑαυτό της στό ρῆμα τοῦ ἀγγέλου, ἔζησε τή συγκλονιστική ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς· «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λκ 1,35). Ἐκείνη τή στιγμή ἡ Παρθένος ἑνώθηκε μέ τόν Θεό κατά ἕναν ἄμεσο -ἀσύλληπτο- τρόπο καί γέμισε τό εἶναι της θεότητα.
Κι ὅταν ὕστερα ἀπό λίγους μῆνες ἔνιωσε στά σπλάγχνα της τά πρῶτα σκιρτήματα τοῦ ἁγίου καρποῦ, εἶχε ἤδη τήν πρώτη γεύση τῆς ἀναστάσεως. Τό παιδί πού συνέλαβε χωρίς σπέρμα ἀνδρός, δέν μποροῦσε νά φέρει στά κύτταρά του οὔτε ἴχνος θανάτου, ἀφοῦ μέ τήν ἄσπορη σύλληψή του εἶχε νικήσει τούς νόμους τῆς φθορᾶς. Γι' αὐτό, ἀργότερα ἦταν κοφτερή ἡ ρομφαία πού διεπέρασε τά σπλάγχνα τῆς Θεομήτορος, ὅταν εἶδε τόν Υἱό της νά ὑποτάσσεται στό θάνατο καί νά κρεμᾶται στό σταυρό. Ἡ Παναγία ὑπῆρξε ἴσως ὁ μόνος ἄνθρωπος πού δέν πίστεψε ποτέ πώς ἦταν δυνατόν ὁ Ἰησοῦς νά παραμείνει νεκρός, ὁ μόνος ἄνθρωπος πού περίμενε τήν ἀνάσταση.
Ἀλλά στή ζωή τῆς Θεοτόκου βλέπουμε νά ζωντανεύουν ἐπίσης καί τά δύο γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας· τό Εὐαγγέλιο καί τό Μυστήριο. Ἀντικρύζοντας ἡ Ἐκκλησία μας τήν Παρθένο, πού γέννησε τόν Ἐμμανουήλ, ἀναφωνεῖ· «Εὐαγγελίζου, γῆ, χαράν μεγάλην!». Ἡ μεγάλη χαρά καί τό καλό ἄγγελμα πού καλεῖται νά ψάλλει ἀκατάπαυστα ἡ γῆ, δέν εἶναι μία φωνή γιά τήν ἀνθρωπότητα, δέν εἶναι ἕνας καλός λόγος, ἀλλά μία μορφή, εἶναι μία ἀνθρώπινη ὕπαρξη, πού κρατᾶ στήν ἀγκαλιά της τή Σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἡ Παναγία μας ἀποτελεῖ, πράγματι, ἕνα ζωντανό εὐαγγέλιο, πού παρουσιάστηκε στόν κόσμο, πρίν ἀκόμη γραφεῖ τό εὐαγγέλιο τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στή θαυμαστή ἱστορία της εἶναι γραμμένη ἡ ἱστορία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί στόν λυτρωμένο ἑαυτό της εἶναι σφραγισμένη ἡ δωρεά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι, χωρίς λόγια κηρύττει στούς αἰῶνες τό τί ἔκανε ὁ Θεός γιά τόν ἄνθρωπο πού πολύ ἀγάπησε.
Δέν εἶναι ὅμως μόνο κήρυγμα ἡ Παρθένος Μαρία· εἶναι καί μυστήριο. Πῶς ἔκρυψε μέσα της τή φωτιά τῆς θεότητος χωρίς νά καεῖ; Μέ τί ἱεροπρέπεια κράτησε μακριά ἀπό κάθε ἀνθρώπινο μάτι τό μεγάλο μυστικό της; Κι ἔπειτα, πῶς περιέκρυβε τόν ἑαυτό της καί τόν ἀφάνιζε μπροστά σέ ὅλους, ἐνῶ αὐτή ἦταν ὁ θρόνος ὁ λαμπρός καί ἡ «καθέδρα τοῦ Βασιλέως»; Σπάνιες εἶναι, πράγματι, οἱ φορές πού ἡ Παναγία ἐμφανίζεται στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας, τόσο κατά τήν ἐπίγεια ζωή τοῦ Ἰησοῦ, ὅσο καί κατά τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς Ἐκκλησίας μετά τήν Πεντηκοστή. Ἐνῶ θά περίμενε κανείς ὅτι δικαιωματικά θά ζητοῦσε αὐτή νά κατευθύνει τό ἔργο τοῦ Υἱοῦ της, θέτει τόν ἑαυτό της ὡς ἕνα ἁπλό μέλος τῆς Ἐκκλησίας στήν ὑπακοή τῶν ἀποστόλων. Ἐνσαρκωμένο μυστήριο ἡ Θεοτόκος, καθώς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τήν κατέκλυσε ὁλοκληρωτικά. Πρίν ἀκόμη συστηθοῦν τά ἱερά μυστήρια, αὐτή τέλεσε μέ ἕνα μοναδικό τρόπο τό γάμο της μέ τόν Ὕψιστο καί κοινώνησε, πρώτη ἀπ' ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς, τόν Θεάνθρωπο, πού πῆρε τή σάρκα καί τό αἷμα της.
Μέ τέτοιες ἐμπειρίες, πού μυστικά θησαύριζε μέσα της, ζυμώθηκε ἡ Κεχαριτωμένη καί πλάστηκε ὁ πρῶτος ἀνθρωπόθεος. Στή μορφή της οἱ πιστοί ὅλων τῶν αἰώνων βλέπουν «τό λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα», ὅπως ψάλλει ὁ ὑμνογράφος, ἀναγνωρίζουν σέ ὅλη του τή λαμπρότητα τόν καινούργιο ἄνθρωπο, πού κατεργάζεται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Χαιρετοῦν «τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τό προοίμιον, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τό κεφάλαιον», τιμοῦν τό πρόσωπό της, πού ὑπῆρξε τό πρῶτο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ καί στό ὁποῖο ἀνακεφαλαιώνονται ὅλες οἱ θεϊκές ἀλήθειες. Καί αἰσθάνονται αὐθόρμητα τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσουν τήν Παναγία, πού ἔγινε αἰώνιο πρότυπο, καί νά τῆς ἀπευθύνουν μαζί μέ τόν ἄγγελο Γαβριήλ τόν θεϊκό χαιρετισμό· Χαῖρε, Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ!
Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, λένε οἱ πατέρες, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο θεό· αὐτό σημαίνει, νά τοῦ ἐξασφαλίσει τή σωτηρία ἀπό τόν ὄλεθρο τῆς ἁμαρτίας καί νά τοῦ χαρίσει τήν αἰωνιότητα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Τό ἔργο τῆς λυτρώσεως, πού συντελέστηκε μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπιτελεῖται γιά ὅλους ὅσοι πιστεύουν στό ὄνομά του, μέσα στήν Ἐκκλησία. Μέ τό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου καί μέ τήν χάρη τῶν μυστηρίων ὁ ἄνθρωπος μεταμορφώνεται, ἐγκεντρίζεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί θεώνεται. Πρῶτο καί κύριο ἁπτό στοιχεῖο αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀνέδειξε ὁ Κύριος, πρίν ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία ἱδρυθεῖ, τήν Παναγία!
Ἄν ἐγκύψουμε στό θεολογικό βάθος τῆς ἱστορίας τῆς Θεοτόκου, θά δοῦμε, πράγματι, ὅτι ἡ ζωή της σημαδεύεται ἀπό ἐκεῖνα ἀκριβῶς τά γεγονότα, πού συνιστοῦν τήν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας· τήν ἀνάσταση καί τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τήν ὥρα τοῦ εὐαγγελισμοῦ της, ὅταν μέ πίστη ἀπόλυτη παρέδωσε τόν ἑαυτό της στό ρῆμα τοῦ ἀγγέλου, ἔζησε τή συγκλονιστική ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς· «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ καί δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λκ 1,35). Ἐκείνη τή στιγμή ἡ Παρθένος ἑνώθηκε μέ τόν Θεό κατά ἕναν ἄμεσο -ἀσύλληπτο- τρόπο καί γέμισε τό εἶναι της θεότητα.
Κι ὅταν ὕστερα ἀπό λίγους μῆνες ἔνιωσε στά σπλάγχνα της τά πρῶτα σκιρτήματα τοῦ ἁγίου καρποῦ, εἶχε ἤδη τήν πρώτη γεύση τῆς ἀναστάσεως. Τό παιδί πού συνέλαβε χωρίς σπέρμα ἀνδρός, δέν μποροῦσε νά φέρει στά κύτταρά του οὔτε ἴχνος θανάτου, ἀφοῦ μέ τήν ἄσπορη σύλληψή του εἶχε νικήσει τούς νόμους τῆς φθορᾶς. Γι' αὐτό, ἀργότερα ἦταν κοφτερή ἡ ρομφαία πού διεπέρασε τά σπλάγχνα τῆς Θεομήτορος, ὅταν εἶδε τόν Υἱό της νά ὑποτάσσεται στό θάνατο καί νά κρεμᾶται στό σταυρό. Ἡ Παναγία ὑπῆρξε ἴσως ὁ μόνος ἄνθρωπος πού δέν πίστεψε ποτέ πώς ἦταν δυνατόν ὁ Ἰησοῦς νά παραμείνει νεκρός, ὁ μόνος ἄνθρωπος πού περίμενε τήν ἀνάσταση.
Ἀλλά στή ζωή τῆς Θεοτόκου βλέπουμε νά ζωντανεύουν ἐπίσης καί τά δύο γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας· τό Εὐαγγέλιο καί τό Μυστήριο. Ἀντικρύζοντας ἡ Ἐκκλησία μας τήν Παρθένο, πού γέννησε τόν Ἐμμανουήλ, ἀναφωνεῖ· «Εὐαγγελίζου, γῆ, χαράν μεγάλην!». Ἡ μεγάλη χαρά καί τό καλό ἄγγελμα πού καλεῖται νά ψάλλει ἀκατάπαυστα ἡ γῆ, δέν εἶναι μία φωνή γιά τήν ἀνθρωπότητα, δέν εἶναι ἕνας καλός λόγος, ἀλλά μία μορφή, εἶναι μία ἀνθρώπινη ὕπαρξη, πού κρατᾶ στήν ἀγκαλιά της τή Σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἡ Παναγία μας ἀποτελεῖ, πράγματι, ἕνα ζωντανό εὐαγγέλιο, πού παρουσιάστηκε στόν κόσμο, πρίν ἀκόμη γραφεῖ τό εὐαγγέλιο τῆς Καινῆς Διαθήκης. Στή θαυμαστή ἱστορία της εἶναι γραμμένη ἡ ἱστορία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί στόν λυτρωμένο ἑαυτό της εἶναι σφραγισμένη ἡ δωρεά τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι, χωρίς λόγια κηρύττει στούς αἰῶνες τό τί ἔκανε ὁ Θεός γιά τόν ἄνθρωπο πού πολύ ἀγάπησε.
Δέν εἶναι ὅμως μόνο κήρυγμα ἡ Παρθένος Μαρία· εἶναι καί μυστήριο. Πῶς ἔκρυψε μέσα της τή φωτιά τῆς θεότητος χωρίς νά καεῖ; Μέ τί ἱεροπρέπεια κράτησε μακριά ἀπό κάθε ἀνθρώπινο μάτι τό μεγάλο μυστικό της; Κι ἔπειτα, πῶς περιέκρυβε τόν ἑαυτό της καί τόν ἀφάνιζε μπροστά σέ ὅλους, ἐνῶ αὐτή ἦταν ὁ θρόνος ὁ λαμπρός καί ἡ «καθέδρα τοῦ Βασιλέως»; Σπάνιες εἶναι, πράγματι, οἱ φορές πού ἡ Παναγία ἐμφανίζεται στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας, τόσο κατά τήν ἐπίγεια ζωή τοῦ Ἰησοῦ, ὅσο καί κατά τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς Ἐκκλησίας μετά τήν Πεντηκοστή. Ἐνῶ θά περίμενε κανείς ὅτι δικαιωματικά θά ζητοῦσε αὐτή νά κατευθύνει τό ἔργο τοῦ Υἱοῦ της, θέτει τόν ἑαυτό της ὡς ἕνα ἁπλό μέλος τῆς Ἐκκλησίας στήν ὑπακοή τῶν ἀποστόλων. Ἐνσαρκωμένο μυστήριο ἡ Θεοτόκος, καθώς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τήν κατέκλυσε ὁλοκληρωτικά. Πρίν ἀκόμη συστηθοῦν τά ἱερά μυστήρια, αὐτή τέλεσε μέ ἕνα μοναδικό τρόπο τό γάμο της μέ τόν Ὕψιστο καί κοινώνησε, πρώτη ἀπ' ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς γῆς, τόν Θεάνθρωπο, πού πῆρε τή σάρκα καί τό αἷμα της.
Μέ τέτοιες ἐμπειρίες, πού μυστικά θησαύριζε μέσα της, ζυμώθηκε ἡ Κεχαριτωμένη καί πλάστηκε ὁ πρῶτος ἀνθρωπόθεος. Στή μορφή της οἱ πιστοί ὅλων τῶν αἰώνων βλέπουν «τό λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα», ὅπως ψάλλει ὁ ὑμνογράφος, ἀναγνωρίζουν σέ ὅλη του τή λαμπρότητα τόν καινούργιο ἄνθρωπο, πού κατεργάζεται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Χαιρετοῦν «τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τό προοίμιον, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τό κεφάλαιον», τιμοῦν τό πρόσωπό της, πού ὑπῆρξε τό πρῶτο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ καί στό ὁποῖο ἀνακεφαλαιώνονται ὅλες οἱ θεϊκές ἀλήθειες. Καί αἰσθάνονται αὐθόρμητα τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσουν τήν Παναγία, πού ἔγινε αἰώνιο πρότυπο, καί νά τῆς ἀπευθύνουν μαζί μέ τόν ἄγγελο Γαβριήλ τόν θεϊκό χαιρετισμό· Χαῖρε, Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ!
Στέργιος Ν. Σάκκος