Διήγημα
Στόν Ἑσπερινό τῆς Συγχωρήσεως
῾Ο ᾿Αντώνης ὁ Μητσάκος ἦταν σκληρός ἄνθρωπος. Αὐτό τό ἄκουσα πολλές φορές ἀπό πολλούς. Κακός ὅμως δέν ἦταν. Κι αὐτό τό ἄκουσα. Κανέναν ποτέ δέν ἀδίκησε καί ἦταν καί φιλάνθρωπος. ῞Ενα σωρό ἄνθρωποι, κατά πώς λέγανε, εὐεργετήθηκαν ἀπό τόν ᾿Αντώνη καί τοῦ χρωστοῦσαν μεγάλη χάρη.
Κι ὅμως, ὁ ᾿Αντώνης ὁ Μητσάκος ἦταν σκληρός, πολύ σκληρός σ᾿ ὅποιον τοῦ ἔφταιγε.
«Δέν μπαίνω στά χωράφια κανενός», ἔλεγε στρίβοντας τό μουστάκι του, «καί δέ θέλω νά μπαίνει κανείς στά δικά μου». Κι ὅταν ἔλεγε «χωράφια» ἐννοοῦσε καθετί πού τόν ἀφοροῦσε.
Μέ τόν πατέρα μου παλιότερα ἦταν πολύ καλοί φίλοι, μά κάποτε ψυχράθηκαν. Δηλαδή ὁ κυρ-᾿Αντώνης ψυχράθηκε, ἐπειδή ὁ πατέρας μου τόλμησε σάν φίλος νά τόν συμβουλεύσει νά ἀφήσει τόν Μιχάλη, τόν γιό του, νά σπουδάσει δάσκαλος, πού ἦταν τό ὄνειρό του καί ὄχι πολιτικός μηχανικός, πού τόν ἤθελε ὁ πατέρας του.
Τέλος πάντων, αὐτός ὁ καλός -κατά τά ἄλλα- ἄνθρωπος βρέθηκε νά εἶναι κακιωμένος μέ τό μισό χωριό. ῎Οχι πού δέν τόν στενοχωροῦσε αὐτό, ὄχι πού δέν ἤθελε νά τά ἔχει μέ ὅλους καλά, μά νά, τό θεωροῦσε θέμα ἀξιοπρέπειας νά κρατᾶ πόζα καί τουπέ σ᾿ ὅποιον θεληματικά ἤ ἀθέλητα τοῦ ἔφταιξε.
Στό χωριό μου ἐκεῖνα τά χρόνια δικό μας παπά δέν εἴχαμε. Μᾶς ἔστελναν ὅμως τίς Κυριακές καί τίς μεγάλες γιορτές ἱερέα καί μᾶς λειτουργοῦσε. Καί εἶναι ἀλήθεια πώς ὁ κόσμος τοῦ χωριοῦ μου τήν ἀγαποῦσε τήν ἐκκλησία καί κάθε φορά πού τελείωνε ἡ Λειτουργία, ἐκεῖ στήν αὐλή, οἱ μεγάλοι ἔκαναν πάντα τήν ἴδια συζήτηση. «Νά ᾿χαμε ἕναν δικό μας παπά! Νά ᾿χαμε ἕναν μόνιμο ἱερέα στό χωριό μας!»
Καί ἐπειδή τίς ὄμορφες καί εὐσεβεῖς ἐπιθυμίες τίς ἀκούει ὁ Θεός, μᾶς ἔδωσε νά ἔχουμε τόν δικό μας παπά. Τόν θυμᾶμαι τήν πρώτη μέρα πού ἔφτασε μέ τή γυναίκα του καί τά τρία του παιδιά. Τόσο νέο ἱερέα μέ τόσο μαύρη γενειάδα πρώτη φορά ἔβλεπα. ῞Οταν πρωτολειτούργησε στήν ἐκκλησιά μας, ἦταν -τό θυμᾶμαι πολύ καλά- ἀρχή τοῦ Τριωδίου. Κάτι μᾶς εἶπε στό κήρυγμα γιά τόν Τελώνη καί τόν Φαρισαῖο μά, γιά νά εἶμαι εἰλικρινής, δέν θυμᾶμαι οὔτε λέξη. ᾿Εκεῖνο γιά τό ὁποῖο μπορῶ νά μιλήσω μέ σιγουριά εἶναι ὅτι κάθε φορά ἔβγαζε λόγο, πράγμα πρωτόγνωρο γιά τό χωριό μου, καί ὅτι μετά στήν αὐλή ὅλοι μιλοῦσαν μέ θαυμασμό καί εὐχαρίστηση γιά τόν νέο παπά.
῾Ο π. Πέτρος σέ λιγότερο ἀπό ἔνα μήνα μᾶς εἶχε ἀγαπήσει καί εἶχε ἀγαπηθεῖ ἀπό μᾶς. Τήν τελευταία Κυριακή πρίν ἀπό τήν Καθαρά Δευτέρα, μόλις τελείωσε τό κήρυγμά του, μᾶς παρακάλεσε νά ξαναμαζευτοῦμε τό ἀπόγευμα στίς 5.00 ἡ ὥρα, γιά νά κάνουμε ὅλοι μαζί τόν ῾Εσπερινό τῆς Συγχωρήσεως. Οἱ χωριανοί μου κοιτάχτηκαν μέ ἀπορία. Πρώτη φορά ἄκουγαν γιά τήν ὕπαρξη ἑνός τέτοιου ῾Εσπερινοῦ.
- Θέλω νά σᾶς παρακαλέσω, ἀδελφοί μου, ἱκέτευσε μέ τή θερμή νεανική φωνή του ὁ π. Πέτρος, νά ᾿ρθεῖτε ὅλοι, ἀπό τόν πιό μικρό μέχρι τόν πιό μεγάλο. Δέ θά ἤθελα νά λείπει κανείς.
Θές ἡ περιέργεια γιά τήν καινούργια ἀκολουθία πού δέν ξέραμε, θές ἡ ἐπιθυμία νά μή λυπήσουμε μέ τήν ἀπουσία μας τόν νέο μας παπά, μᾶς ἔφεραν ὅλους ἀνεξαιρέτως στόν ῾Εσπερινό.
Πολλά πράγματα ἀπό τόν ῾Εσπερινό δέν καταλάβαινα, οὔτε καί τίς εὐχές πού διάβαζε μέ τόση κατάνυξη ὁ ἱερέας καταλάβαινα, ἀφοῦ ἤμουν ἀκόμη παιδί. ῎Ενιωσα ὅμως μέσα σέ κείνη τή γεμάτη θεϊκό θάμπος ἀτμόσφαιρα πώς κάτι ξέχωρο, κάτι συγκλονιστικό ζοῦσαν οἱ μεγάλοι. Μίλησε καί πάλι ὁ π. Πέτρος, κι ἐγώ κρεμάστηκα ἀπό τά χείλη του. Μᾶς διηγήθηκε, θυμᾶμαι, τήν ἱστορία τοῦ ἁγίου Διονυσίου, πού συγχώρεσε τόν φονιά τοῦ ἀδελφοῦ του, καί εἶδα γιά πρώτη φορά δάκρυα ἱερέα νά βρέχουν τά γένια του.
- Δέν σᾶς γνωρίζω ἀκόμη καλά, ἀδελφοί μου, κατέληξε ὁ ἱερέας, μά κι ἄν μιά μέρα ἦταν ἡ ζωή μας σέ τούτη τή γῆ σέ κάποιον θά φταίγαμε, κάποιον θά λυπούσαμε. Γι᾿ αὐτό ἀπόψε, σᾶς παρακαλῶ, νά συγχωρεθοῦμε ὅλοι, νά μποῦμε καθαροί, πεντακάθαροι, στήν ἁγία Σαρακοστή.
Γύρισα αὐθόρμητα καί κοίταξα τόν κυρ-᾿Αντώνη. Τά δάκρυά του εἶχαν φτάσει ὥς τά μουστάκια του.
- Λοιπόν, ἐξακολούθησε ὁ παπάς, θά περάσετε ὅλοι πρῶτα ἀπό μένα κι ὕστερα ἀπ᾿ ὅλους τούς συγχωριανούς σας γιά νά συγχωρεθοῦμε.
- Πρῶτος ἐγώ, πάτερ μου, πρῶτος ἐγώ, γιατί ἐγώ ἔχω νά συγχωρεθῶ μέ τούς περισσότερους.
Γυρίσαμε ὅλοι ξαφνιασμένοι καί κοιτάξαμε τόν πιό σκληρό ἄνθρωπο τοῦ χωριοῦ, τόν ᾿Αντώνη τόν Μητσάκο, πού ἤδη προχωροῦσε κι ἔφτανε μπροστά στήν ῾Ωραία Πύλη ὅπου στεκόταν ὁ ἱερέας. ῎Εκανε μιά ἐδαφιαία μετάνοια μπροστά στόν παπά καί τοῦ φίλησε τό χέρι. ῞Υστερα γύρισε καί μᾶς κοίταξε ὅλους μέ μάτια δακρυσμένα.
- Χωριανοί, συγχωρέστε με γιά ὅλα ὅσα σᾶς ἔφταιξα, μά πιό πολύ γιατί δέν ἤθελα νά συγχωρῶ.
῞Ενας ψίθυρος χαρούμενος ἀκούστηκε καί τότε ἄνοιξαν οἱ ἀγκαλιές. Εἶδα τόν κυρ-᾿Αντώνη στήν ἀγκαλιά τοῦ πατέρα μου κι ὕστερα στήν ἀγκαλιά τοῦ ἀδελφοῦ του. Πέρασε ἀπό ἀγκαλιά σέ ἀγκαλιά, ἔσφιξε χέρια, φίλησε παιδιά καί στό τέλος πῆγε καί στάθηκε μπροστά στή γυναίκα του.
- Πολύ σέ παίδεψα, γυναίκα, τῆς εἶπε, συγχώρα με κι ἄς μέ συγχωρέσει κι ὁ Θεός.
᾿Από κείνη τή χρονιά κι ἀπό κεῖνον τόν ῾Εσπερινό τῆς Συγχωρήσεως, μικροί μεγάλοι ξέραμε πιά πώς στό χωριό μας κάθε ἔχθρα, σοβαρή ἤ ἀσήμαντη, θά ἔσβηνε τό πολύ σ᾿ ἕνα χρόνο. ῾Η ἀλήθεια βέβαια εἶναι πώς ὁ π. Πέτρος, ἄγρυπνος πάντα πάνω στό ποίμνιό του, δέν ἄφηνε τίς καταστάσεις νά χρονίσουν. Μά ἦταν κι ὁ ᾿Αντώνης ὁ Μητσάκος πού πλάι στόν παπά ἔτρεχε νά φιλοτιμήσει, νά παροτρύνει, νά συμβουλεύσει. Κι ἄν κάπου ἔβρισκε ἀντίσταση, δέν τά ἔχανε οὔτε τά παρατοῦσε. «Σκλη-ρότερη πέτρα ἀπ᾿ τήν καρδιά μου», ἔλεγε, «δέν ὑπῆρχε· κι ὅμως ὁ Χριστός τήν ἔσπασε καί τήν ἔκανε πηλό.»
Κι ἄκουγα πολλούς νά λένε ἀπό τότε πώς «ὁ ᾿Αντώνης ὁ Μητσάκος μέ φίλιωσε μέ τόν τάδε», κι ὅλο τό χωριό τόν σεβόταν καί τόν ἀγαποῦσε. Μά πιό πολύ, θαρρῶ, πώς τόν ἀγαποῦσε ὁ παπάς