Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010
H χριστιανικὴ νεανικὴ ταυτότητα σήμερα
Άν καὶ πάντοτε ἡ νεανικὴ ἡλικία ἦταν μία περίοδος ἀμφισβήτησης καὶ κρίσης τῆς πίστης καὶποὺ σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις αὐτὴ ἡ ἀμφισβήτηση ἐνδυνάμωνε καὶ ἰσχυροποιοῦσε τὴν ἴδια τὴν ἀμφισβητούμενη πίστη στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, στὶς μέρες μας δὲν εἶναι τόσο ἡ ἀμφισβήτηση ποὺ ἀπομακρύνει τοὺς νέους ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅσο ἡ ἀποδυνάμωση τῆς ἔννοιας τῆς ταυτότητας, ἡ ρήξη μὲ τὴν παράδοση καὶ τὸ παρελθόν, ἡ ἀσυνέχεια στὴν ἀτομικὴ ζωή, ἡ ἀπουσία μακροπρόθεσμων στόχων καὶ ἡ ἀσυνέπεια τῆς ζωῆς τοῦ καθενός. Ὅλα αὐτά, καὶ πολλὰ ἀκόμη γνωρίσματα τῆς ἐποχῆς μας ποὺ δὲν ἀναφέρθηκαν, καθιστοῦν τὴν συγκρότηση χριστιανικῆς ταυτότητας μία ὑπόθεση ἀρκετὰ δύσκολη καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς νέους ἀνθρώπους ποὺ μεγαλώνουν σὲ μία ἀτμόσφαιρα ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν ἀντίστοιχη παραδοσιακή.
Καλούμαστε ὡς χριστιανοὶ νὰ ζήσουμε σὲ ἕναν κόσμο ὅπου μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλον τρόπο ὅλα μᾶς καλοῦν νὰ ξεχάσουμε τὴν ταυτότητά μας ὡς χριστιανῶν.
Ἀσφαλῶς κανεὶς σήμερα δὲν ἀπαιτεῖ νὰ διαγράψουμε τὴ χριστιανική μας ταυτότητα μὲ τὸ ζόρι, ἀλλὰ ὁ τρόπος γενικὰ τῆς ζωῆς εἶναι τέτοιος ποὺ ἡ χριστιανικὴ ταυτότητα, στὸ ποσοστὸ ποὺ ὑπάρχει, εἶναι δύσκολο νὰ ξεδιπλωθεῖ καὶ νὰ καρποφορήσει. Στὴν παραδοσιακὴ κοινωνία ἡ χριστιανικὴ ἰδιότητα ἦταν ἡ μόνη ποὺ ὑπῆρχε καὶ ἦταν κοινωνικὰ ἀποδεκτή. Τὸ δύσκολο στὴν παλιὰ ἐποχὴ ἦταν νὰ μὴν εἶναι κανεὶς χριστιανός. Σήμερα ἐνῷ δὲν ἀπαγορεύεται νὰ εἶναι κανεὶς χριστιανὸς σὲ καμία περίπτωση δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐνδείκνυται κιόλας γιὰ τὴ συγκρότηση μιᾶς ταυτότητας κοινωνικὰ ἀποδεκτῆς. Ἐκεῖνο ποὺ προβάλλεται περισσότερο εἶναι ἡ λεγόμενη αὐτοπραγμάτωση. Ἡ δυνατότητα τοῦ μοντέρνου ἀνθρώπου νὰ υἱοθετεῖ τρόπους συμπεριφορᾶς ποὺ ὑπαγορεύει ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός του καὶ ὄχι ἡ εὐρύτερη κοινωνία εἶναι αὐτὸ ποὺ κυριαρχεῖ. Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν μοντέρνο ἄνθρωπο δὲν βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ μέσα του.
Γι’ αὐτὸ ἀκοῦμε συχνὰ νὰ λέγεται “κάνω τὸ δικό μου” ἢ “κάνω αὐτὸ ποὺ μοῦ ἀρέσει”.
Ἡ ταυτότητα τοῦ χριστιανοῦ ὅμως δὲν μπορεῖ σὲ καμία περίπτωση νὰ συγκροτηθεῖ μὲ αὐτὸ
τὸν τρόπο. Καὶ τοῦτο γιατί, ἐνῷ στὴν πρώτη περίπτωση ὅλα ὅσα ἐπιλέγει ἕνας ἄνθρωπος νὰ πραγματώσει στὴ ζωή του, μὲ μόνο κριτήριο τὴ δική του θέληση καὶ ἐπιλογή, εἶναι ἐξίσου σημαντικά, στὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ἡ ἐλεύθερη ἐπιλογὴ συγκεκριμένου τρόπου ζωῆς ποὺ δὲν προέρχεται ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν χριστιανικὴ κοινότητα καὶ ἡ ἀπόρριψη ἄλλων στάσεων ὡς κατώτερων ἢ ἠθικὰ ἀπορριπτέων εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸν συγκροτεῖ ὡς χριστιανό.
Ὁ χριστιανὸς αὐτὸ ποὺ ἐπιλέγει δὲν τὸ θεωρεῖ ἴσης ἀξίας μεταξὺ ὅλων τῶν ὑπολοίπων ποὺ
ἀπορρίπτει, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἐπιλέγει ὡς στάση ζωῆς τὸ θεωρεῖ ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπὸ αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἀπαρνεῖται. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ τὰ ἀπαρνεῖται. Πρόκειται γιὰ μία σαφὴ διάκριση μεταξὺ σημαντικῶν καὶ ἀσήμαντων ζητημάτων. Κάτι ποὺ δὲν ἰσχύει γιὰ τοὺς περισσότερους σημερινοὺς ἀνθρώπους. Ὅλα τὰ ζητήματα γι’ αὐτοὺς εἶναι ἐξίσου σημαντικά. Ἐκεῖνο ποὺ μένει εἶναι νὰ ἐπιλέξει κάποια ἀπὸ αὐτά. Μάλιστα αὐτὸ ποὺ τελικὰ ἐπιλέγει ὁ χριστιανὸς δὲν εἶναι πάντοτε αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος στοχαζόμενος κατανοεῖ ἀμέσως ὡς ἀνώτερο, ἀλλὰ τὸ ἐπιλέγει ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸ θέλει καὶ τοῦ τὸ προτείνει ὡς τὴ μόνη ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωή. Οἱ ἄλλοι δὲ τρόποι ζωῆς ποὺ ἀπορρίφθηκαν ὡς κατώτεροι ἢ ἀπαράδεκτοι σωστὰ ἀπορρίφθηκαν γιατὶ ὁδηγοῦν τὸ δίχως ἄλλο στὴν ἀπώλεια. Ἀκόμη κι ἂν αὐτὰ δὲν γίνονται ἀμέσως κατανοητὰ ἢ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα θεωρητικῆς ἀπόδειξης, ὁ πιστὸς προχωρᾶ στὴν ἐφαρμογή τους, ἀφοῦ κατεξοχὴν ἡ πράξη εἶναι αὐτὴ ποὺ ὁδηγεῖ στὴ γνώση καὶ τὴν κατανόηση καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο ὅπως ὁ μοντέρνος ἄνθρωπος ἀπαιτεῖ γιὰ νὰ προχωρήσει σὲ ὁποιαδήποτε πράξη ἢ νὰ πάρει κάποια ἀπόφαση.
Ὁ τρόπος τῆς χριστιανικῆς ζωῆς λοιπὸν εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ διαλόγου μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, ἀνθρώπου καὶ χριστιανικῆς κοινότητας. Ἐδῶ δὲν ἀποφασίζει μόνος του ὁ χριστιανὸς νὰ ἐπιλέξει ὅποιο τρόπο ζωῆς ἐπιθυμεῖ βαπτίζοντάς τον χριστιανικό, ἀλλὰ ὑπακούει ἐλεύθερα σ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ποὺ βλέπει δίπλα του στὴν χριστιανικὴ κοινότητα. Ἡ στάση αὐτὴ ἐνῷ ἀνοίγει τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ πρὸς τὸ ἄπειρο τοῦ Θεοῦ, φαίνεται σὰν κλειστὴ ἀπὸ ἄποψη δυνατοτήτων καὶ ἀλλαγῶν, κάτι ποὺ δυσκολεύει εἰδικὰ τὸν σημερινὸ νέο νὰ τὴν ἀποδεχτεῖ.
Ἡ ζωὴ ποὺ προτείνεται σὲ αὐτὸν εἶναι μία ζωὴ γεμάτη ἐκπλήξεις καὶ ἀναπάντεχες ἀλλαγές, μιὰ ζωὴ ἀπὸ ἄπειρες δυνατότητες ὅπου ἡ μετάνοια γιὰ ὅσα κάθε φορὰ ἀφήνουμε πίσω μας εἶναι ἔννοια ἀπαγορευμένη. Ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ὅμως καλεῖται νὰ εἶναι μία συνέχεια, μιὰ συνεχὴς προσωπικὴ ἀφήγηση μὲ ἀρχὴ τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τέλος τὴ συνάντηση μαζί του. Ἐντὸς αὐτοῦ τοῦ πλαισίου ἡ ζωὴ τῶν ἑτερόκλητων ἐπιθυμιῶν καὶ ἀποφάσεων, ἡ ζωὴ δηλαδὴ ποὺ προτείνεται στὸν σημερινὸ νέο, δὲν βρίσκει καμιὰ θέση.
Τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἐνῷ τὸν γνωρίζουμε θεωρητικὰ δὲν φαίνεται νὰ τὸν βλέπουμε γύρω μας, στὴ δουλειά μας, στοὺς ἐξωτερικοὺς χώρους, στὶς παρέες μας, καμιὰ φορὰ οὔτε στὶς ἐνορίες ὅπου ὑπάρχει ἀσφαλῶς μιὰ θρησκευτικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἀτμόσφαιρα, ἀλλὰ ὄχι τόσο ἔντονη ἡ ζωὴ τῆς χριστιανικῆς ἁγιότητας γιὰ τὴν ὁποία διαβάζουμε στὰ βιβλία ἀλλὰ δὲν τὴ βλέπουμε γύρω μας. Εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολο, ὄχι ἀκατόρθωτο ἀσφαλῶς, νὰ οἰκοδομηθεῖ μία νεανικὴ χριστιανικὴ ταυτότητα, ὑπὸ τὶς συνθῆκες αὐτὲς τοῦ σημερινοῦ πολιτισμοῦ, ἐντὸς τοῦ ὁποίου κάθε εἴδους ταυτότητα, πόσο μᾶλλον ἡ χριστιανική, χαρακτηρίζεται ὡς ἀδυναμία στὴν προσπάθεια γιὰ τὴν αὐτοπραγμάτωση καὶ τὴν ἀπόλαυση τῆς ζωῆς καὶ ὅπου ὁ χριστιανισμὸς εἶναι στὶς συνειδήσεις τῶν περισσοτέρων περιθωριοποιημένος ὅσο ποτέ.
Γεώργιος Μπάρλας